ἀντερίζω: Difference between revisions
From LSJ
Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel
(4) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀντερίζω]] (AM) [[ερίζω]]<br />[[ανταγωνίζομαι]]. | |mltxt=[[ἀντερίζω]] (AM) [[ερίζω]]<br />[[ανταγωνίζομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντερίζω:''' бороться, воевать (οὐ μικροῖς πολέμοις καὶ κινδύνοις Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:48, 31 December 2018
English (LSJ)
A strive against, contend, ταύροις Philostr.Her.12b, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 247] dagegen streiten, Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντερίζω: ἀνθαμιλλῶμαι, καθαπερανεὶ τύχη τις ἀντερίσαι... πρὸς τὴν ἄνοιαν... τῶν ἡγουμένων Πολύβ. 40. 5, 8· ταύροις Φιλόστρ. 722: ― ποιητ. ὡσαύτως ἀντεριδαίνω Νόνν. Μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ζ΄, 43.
French (Bailly abrégé)
disputer contre, τινι.
Étymologie: ἀντί, ἐρίζω.
Spanish (DGE)
pelear ταύροις Philostr.Her.12b, ἀκοντισταῖς Tz.Comm.Ar.1.154.20, οὐδὲ μικροῖς ἀντήρεισε πολέμοις Plu.2.321e.
Greek Monolingual
ἀντερίζω (AM) ερίζω
ανταγωνίζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀντερίζω: бороться, воевать (οὐ μικροῖς πολέμοις καὶ κινδύνοις Plut.).