ἀντίφθογγος: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀντίφθογγος]], -ον (AM)<br /><b>μσν.</b><br />ο [[ασύμφωνος]], ο [[αντιφατικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ανταποκρίνεται ή βρίσκεται σε αρμονική [[σχέση]] με τον ήχο. | |mltxt=[[ἀντίφθογγος]], -ον (AM)<br /><b>μσν.</b><br />ο [[ασύμφωνος]], ο [[αντιφατικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ανταποκρίνεται ή βρίσκεται σε αρμονική [[σχέση]] με τον ήχο. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀντίφθογγος:''' -ον, λέγεται για αντίστοιχο, ανταποκρινόμενο ήχο, [[μιμητικός]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A of answering sound, concordant, c. gen., Pi.Fr.125; imitative, AP7.191 (Arch.).
German (Pape)
[Seite 263] 1) widerhallend, ψαλμός Pind. frg. 91; Archi. 28 (VII, 191). – 2) dagegen tonend?
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίφθογγος: -ον, ὁ ἔχων ἦχον ἀνταποκρινόμενον, σύμφωνος, ψαλμὸν ἀντίφθογγον Πινδ. Ἀποσπ. 91· Ἀποσπ. 91· μιμητικός, Ἀνθ. Π. 7. 191. II. ὁ ἔχων ἐναντίον ἦχον, ἀντίθετος, ἐναντίος, Βυζ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui renvoie le son.
Étymologie: ἀντιφθέγγομαι.
English (Slater)
ἀντίφθογγος
1 answering the voice ἐν δείπνοισι Λυδῶν ψαλμὸν ἀντίφθογγον ὑψηλᾶς ἀκούων πακτίδος (contra R.-E., s. v. Lyra, “was — sich eben auf das Spiel in Oktaven bezieht”) fr. 125. 3.
Spanish (DGE)
-ον
1 de sonidos que responde c. gen. ψαλμὸν ἀ. ὑψηλᾶς ... πακτίδος Pi.Fr.125
•que imita el sonido de c. dat., de un pájaro AP 7.191 (Arch.)
•abs. ἀ. ὕμνον συμφώνως τῷ ὑπερμάχῳ Θεῷ un himno antifonal acorde con el Dios campeón Meth.Res.1.56 (p.174.1).
2 de sonido contrario o diferente νέα ψαλτήρια καὶ ἀντίφθογγα τῷ Δαβίδ Gr.Naz.M.37.193A.
Greek Monolingual
ἀντίφθογγος, -ον (AM)
μσν.
ο ασύμφωνος, ο αντιφατικός
αρχ.
αυτός που ανταποκρίνεται ή βρίσκεται σε αρμονική σχέση με τον ήχο.
Greek Monotonic
ἀντίφθογγος: -ον, λέγεται για αντίστοιχο, ανταποκρινόμενο ήχο, μιμητικός, σε Ανθ.