ἀποκνίζω: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποκνίζω]] (Α) [[κνίζω]]<br /><b>1.</b> [[κόβω]] [[κάτι]] με το [[νύχι]], γρατζουνώ<br /><b>2.</b> [[αφαιρώ]].
|mltxt=[[ἀποκνίζω]] (Α) [[κνίζω]]<br /><b>1.</b> [[κόβω]] [[κάτι]] με το [[νύχι]], γρατζουνώ<br /><b>2.</b> [[αφαιρώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποκνίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, [[αποκόπτω]] το [[άκρο]] ή ένα μικρό [[κομμάτι]] από [[κάτι]], [[τσιμπολογώ]].
}}
}}

Revision as of 18:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκνίζω Medium diacritics: ἀποκνίζω Low diacritics: αποκνίζω Capitals: ΑΠΟΚΝΙΖΩ
Transliteration A: apoknízō Transliteration B: apoknizō Transliteration C: apoknizo Beta Code: a)pokni/zw

English (LSJ)

fut. -ίσω,

   A nip or snip off, τι Hp.Steril.214, Ar.Ach.869, Sotad.Com.1.23, Thphr.HP6.8.2; κηφῆνος πτερόν Arist.HA554b5; ἀπότινος D.S.2.4; τινός Plu.2.977b; wring off, κεφαλήν LXXLe.1.15; ἀ. τὰ ὄμματα, perh. f.l. for ἀπόκναισον, Tab.Defix.Aud.242.59 (Carthage, iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 307] abbrechen, abschneiden, Sotad. bei Ath. VII, 293 d; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκνίζω: μέλλ. -ίσω, ἀποκόπτωἀποτέμνω μικρὸν τεμάχιον, «τσιμπῶ», τι Ἱππ. 677. 6, Σωτάδ. ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 23· ἀπό τινος Διόδ. 2. 4· τινὸς Πλούτ. 2. 977Β.

French (Bailly abrégé)

égratigner, écorcher.
Étymologie: ἀπό, κνίζω.

Spanish (DGE)

1 cortar τὸ ἄνθος Thphr.HP 6.8.2, de unos pececillos τούτων ... τὰ κρανία Sotad.Com.1.23, τὴν κεφαλήν LXX Le.1.15, κηφῆνος πτερόν Arist.HA 554b5, καρπούς Cyr.Al.M.71.541C
arrancar ἀπόκνισον αὐτῶν τὰ ὄμματα ἵνα μὴ βλέπωσιν TDA 242.57 (Cartago III d.C.)
quitar, prescindir de εὐξύνετον γράμμα SB 8026.47.
2 pelar μώλυζαν σκορόδου Hp.Steril.214.
3 c. gen. morder, mordisquear τοῦ δελέατος Plu.2.977b
c. ἀπό y gen. picotear de unas palomas ἀπὸ τῶν τυρῶν D.S.2.4.

Greek Monolingual

ἀποκνίζω (Α) κνίζω
1. κόβω κάτι με το νύχι, γρατζουνώ
2. αφαιρώ.

Greek Monotonic

ἀποκνίζω: μέλ. -ίσω, αποκόπτω το άκρο ή ένα μικρό κομμάτι από κάτι, τσιμπολογώ.