ἀποδεής: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Source
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποδεής]], -ές (Α)<br />ο [[ελλιπής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δεής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i> «έχω [[έλλειψη]], στερούμαι, έχω [[ανάγκη]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[ενδεής]], [[καταδεής]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=[[ἀποδεής]], -ές (Α)<br />ο [[ελλιπής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δεής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i> «έχω [[έλλειψη]], στερούμαι, έχω [[ανάγκη]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[ενδεής]], [[καταδεής]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποδεής:''' ές ([[δέω]]), αυτός που έχει πολλές ελλείψεις, που δεν είναι [[πλήρης]]· μη πλήρως επανδρωμένος, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 21:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδεής Medium diacritics: ἀποδεής Low diacritics: αποδεής Capitals: ΑΠΟΔΕΗΣ
Transliteration A: apodeḗs Transliteration B: apodeēs Transliteration C: apodeis Beta Code: a)podeh/s

English (LSJ)

ές, (δέω B)

   A empty, ἀγγεῖον Arist.Fr.224, Plu.2.967a; ναῦς ἀ. not fully manned, Id.Ant.62: metaph. of persons, Id.2.473e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδεής: -ές, (δέω) ὁ ἀποδέων, ὁ μὴ πλήρης, Ἀριστ. Ἀποσπ. 215, Πλούτ., κλ. ναῦς ἀποδεής, ἡ μὴ ἔχουσα τέλειον πλήρωμα ἀνδρῶν, ὁ αὐτ. Ἀντών. 62.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
à quoi il manque qch, non rempli, incomplet.
Étymologie: ἀπό, δέομαι.

Spanish (DGE)

-ές

• Morfología: [compar. ἀποδεέστερος Poll.1.198]
1 vacío, ἀγγεῖον Arist.Fr.224, cf. Poll.l.c., PSI 535.18, 24, 26 (III d.C.)
fig. de pers. vano Plu.2.473d.
2 insuficientemente tripulado ναῦς Plu.Ant.62.

Greek Monolingual

ἀποδεής, -ές (Α)
ο ελλιπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + -δεής < δέω «έχω έλλειψη, στερούμαι, έχω ανάγκη» (πρβλ. ενδεής, καταδεής κ.ά.)].

Greek Monotonic

ἀποδεής: ές (δέω), αυτός που έχει πολλές ελλείψεις, που δεν είναι πλήρης· μη πλήρως επανδρωμένος, σε Πλούτ.