ἀτασθάλλω: Difference between revisions
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
(6) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀτασθάλλω]] (Α) [[ατάσθαλος]]<br />[[είμαι]] [[ατάσθαλος]], φέρομαι αλαζονικά. | |mltxt=[[ἀτασθάλλω]] (Α) [[ατάσθαλος]]<br />[[είμαι]] [[ατάσθαλος]], φέρομαι αλαζονικά. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀτασθάλλω:''' μόνο σε μτχ. ενεστ., [[ενεργώ]] αλαζονικά, με [[υπεροψία]], σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:00, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾰτ],
A to be insolent, only in pres. part., μή τις . . πλήξῃ ἀτασθάλλων Od.18.57; οὔ τις . . γυναικῶν λήθει ἀτασθάλλουσα 19.88.
German (Pape)
[Seite 384] (entst. aus ἀτασθαλίω, ein ἀτάσθαλος sein), übermüthig, frevelhaft handeln, nur partic. praes., Od. 18, 57. 19, 88.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτασθάλλω: εἶμαι ἀτάσθαλος, ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ. ἐνεστ., μὴ τις ἐπ’ Ἴρῳ ἦρα φέρων ἐμὲ χειρὶ βαρείῃ πλήξῃ ἀτασθάλλων, «ἐνυβρίζων με ὑπερηφάνως» (Σχόλ.), Ὀδ. Σ. 57· τὸν δ’ οὔτις ἐνὶ μεγάροισι γυναικῶν λήθει ἀτασθάλλουσ’, ἀκολασταίνουσα, Τ. 88. - ὡσαύτως, ἀτασθαλέω, Νόνν. μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. θ΄, 16, Γρηγ. Ναζ.
French (Bailly abrégé)
seul. part. prés.
être follement orgueilleux, agir avec arrogance, d’où
1 être inique;
2 être coupable.
Étymologie: ἀτάσθαλος.
English (Autenrieth)
act wickedly, wantonly, Od. 18.57 and Od. 19.88.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
cometer un acto de insolencia μή τις ... ἐμὲ χειρὶ βαρείῃ πλήξῃ ἀτασθάλλων Od.18.57, τὸν δ' οὔ τις ... γυναικῶν λήθει ἀτασθάλλουσ' Od.19.88
•pecar, βόθρος ἕως δυσάλυκτος ἀτασθάλλοντι φανείη Apoll.Met.Ps.93.13, cf. 118.95.
Greek Monolingual
ἀτασθάλλω (Α) ατάσθαλος
είμαι ατάσθαλος, φέρομαι αλαζονικά.
Greek Monotonic
ἀτασθάλλω: μόνο σε μτχ. ενεστ., ενεργώ αλαζονικά, με υπεροψία, σε Ομήρ. Οδ.