αυτογνώμων: Difference between revisions

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434
(7)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αὐτογνώμων]], -ον (AM)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που εμμένει στη δική του [[γνώμη]], ο [[ισχυρογνώμονας]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ενεργεί [[κατά]] τη δική του [[κρίση]] ή [[βούληση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γνώμη]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αγνώμων]], [[ετερογνώμων]], [[ομογνώμων]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=[[αὐτογνώμων]], -ον (AM)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που εμμένει στη δική του [[γνώμη]], ο [[ισχυρογνώμονας]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ενεργεί [[κατά]] τη δική του [[κρίση]] ή [[βούληση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γνώμη]] (πρβλ. [[αγνώμων]], [[ετερογνώμων]], [[ομογνώμων]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}

Latest revision as of 11:00, 23 December 2018

Greek Monolingual

αὐτογνώμων, -ον (AM)
μσν.
αυτός που εμμένει στη δική του γνώμη, ο ισχυρογνώμονας
αρχ.
αυτός που ενεργεί κατά τη δική του κρίση ή βούληση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + γνώμη (πρβλ. αγνώμων, ετερογνώμων, ομογνώμων κ.ά.)].