αὐτεξούσιος: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source
(7)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[αὐτεξούσιος]], -ον και -ος, -α, -ον) [[εξουσία]]<br /><b>1.</b> [[ελεύθερος]], [[ανεξάρτητος]], αυτός που δεν υπάγεται στην [[εξουσία]] άλλου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[ελευθερία]] εκλογής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όποιος δεν υπόκειται σε περιορισμό ή [[απαγόρευση]] [[αλλά]] ασκεί ελεύθερα τα [[πολιτικά]] και ατομικά του δικαιώματα<br /><b>2.</b> [[κραταιός]], [[ισχυρός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>επίρρ.</b> <i>αὐτεξουσίως</i>·1. με προσωπική [[εξουσία]], [[χωρίς]] τη [[βοήθεια]] άλλου<br /><b>2.</b> αυθαίρετα<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ελεύθερος]] από πατρική [[κηδεμονία]]<br /><b>2.</b> ηθικά [[υπεύθυνος]], με [[συναίσθηση]] των πράξεών του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απόλυτος]] («[[αὐτεξούσιος]] [[βασιλεία]], [[ἀρχή]] κ.λπ.»)<br /><b>2.</b> (για ομήρους) αυτός που απολύθηκε [[άνευ]] όρων.
|mltxt=-α, -ο (AM [[αὐτεξούσιος]], -ον και -ος, -α, -ον) [[εξουσία]]<br /><b>1.</b> [[ελεύθερος]], [[ανεξάρτητος]], αυτός που δεν υπάγεται στην [[εξουσία]] άλλου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[ελευθερία]] εκλογής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όποιος δεν υπόκειται σε περιορισμό ή [[απαγόρευση]] [[αλλά]] ασκεί ελεύθερα τα [[πολιτικά]] και ατομικά του δικαιώματα<br /><b>2.</b> [[κραταιός]], [[ισχυρός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>επίρρ.</b> <i>αὐτεξουσίως</i>·1. με προσωπική [[εξουσία]], [[χωρίς]] τη [[βοήθεια]] άλλου<br /><b>2.</b> αυθαίρετα<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ελεύθερος]] από πατρική [[κηδεμονία]]<br /><b>2.</b> ηθικά [[υπεύθυνος]], με [[συναίσθηση]] των πράξεών του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απόλυτος]] («[[αὐτεξούσιος]] [[βασιλεία]], [[ἀρχή]] κ.λπ.»)<br /><b>2.</b> (για ομήρους) αυτός που απολύθηκε [[άνευ]] όρων.
}}
{{lsm
|lsmtext='''αὐτεξούσιος:''' -ον ([[ἐξουσία]]), αυτός που εξουσιάζει τον εαυτό του· <i>τὸ αὐτεξούσιον</i>, ελεύθερη [[δύναμη]], [[ίδια]] [[εξουσία]], σε Βάβρ.
}}
}}

Revision as of 21:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτεξούσιος Medium diacritics: αὐτεξούσιος Low diacritics: αυτεξούσιος Capitals: ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟΣ
Transliteration A: autexoúsios Transliteration B: autexousios Transliteration C: afteksoysios Beta Code: au)tecou/sios

English (LSJ)

ον,

   A in one's own power, free, ποιῶν τὸ αὐ. Chrysipp.Stoic.2.284, cf. Diogenian.Epicur. 3.61, Plot.1.4.8, Iamb.Myst.3.14; of persons, Muson.Fr.12p.66H., Arr.Epict.4.1.62, PLips.29.6(iii A.D.); of captives, freed unconditionally, D.S.14.105; absolute, βασιλεία J.AJ15.7.10; δύναμις Plot.6.8.20; αὐ., τό, freedom of choice, Procl. in Alc.p.143C., etc.; αὐ. ἀρχή Plot.3.2.10. Adv. -ως J.BJ5.13.5, Plot.6.8.20, Procl. Theol.Plat. 6.16; cf. αὐτοεξούσιος.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτεξούσιος: -ον, αὐτὸς ἑαυτοῦ κύριος, ἐλεύθερος, Ἀρρ. Ἐπίκ. 4. 1, 62· ἐπὶ αἰχμαλώτων, ὁ ἀπολυθεὶς ἂνευ ὃρων, Διόδ. 14. 105· ― τὸ αὐτεξούσιον, μὴ τῷ αὐτεξουσίῳ εἰς δέον κεχρημένων Βαρβ. 49. Ἐπίρρ. -ως Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 5. 13, 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
maître de soi, libre, indépendant ; τὸ αὐτεξούσιον BABR indépendance.
Étymologie: αὐτός, ἐξουσία.

Spanish (DGE)

-ον
I 1dueño de sí, que tiene libertad de pers. δεσπότης Muson.Fr.12, ἄνθρωπος Arr.Epict.4.1.62, cf. Sm.Ie.34.16, ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι Gr.Nyss.Apoll.207.7, op. ὑπεξούσιος Hippol.Theoph.3
de prisioneros libertado incondicionalmente D.S.14.105
de abstr. libre τὸ ἡμᾶς βουληθῆναί τε καὶ μὴ βουληθῆναι ... ἦν αὐτεξούσιον Diogenian.Epicur.3.61, ὅλον οὖν αὐτεξούσιον ἐν αὐτῷ Plot.6.8.20, frec. en lit. crist. χάρις Gr.Nyss.M.44.1189C, ἀπόλυσις Nil.M.79.988B.
2 absoluto βασιλεία I.AI 15.266, δύναμις Plot.6.8.20, ἀρχή Mon.Anc.Gr.3.2, Plot.3.2.10
autónomo, independiente αὐτεξούσιος ... ὁ τοιοῦτος ὢν τρόπος τῆς μαντείας Iambl.Myst.3.14.
3 libertino ἀπαιδευσία Clem.Al.Paed.3.5.31.
II subst. τὸ αὐ. libertad de elección, libre albredío ποιῶν τὸ αὐ. μετὰ τῆς ἀνάγκης Chrysipp.Stoic.2.284, cf. Procl.in Alc.143, Plot.1.4.8, de los seres celestiales ἐκ τοῦ ἐν αὐτοῖς αὐτεξουσίου Origenes Cels.5.10, del Hijo τῷ ἰδίῳ αὐτεξουσίῳ ... μένει καλός Arius Thal.Fr.9
gener. libertad τὸ αὐ. τῆς προαιρέσεως Gr.Nyss.Or.Catech.21, τὸ αὐ. ἡμῶν Clem.Al.Strom.5.1.3, Chrys.M.63.99.
III adv. -ως libremente, con independencia τοῖς πάθεσιν αὐ. χρῆσθαι I.BI 5.556, αὐ. φέρεσθαι Procl.Theol.Plat.6.16.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM αὐτεξούσιος, -ον και -ος, -α, -ον) εξουσία
1. ελεύθερος, ανεξάρτητος, αυτός που δεν υπάγεται στην εξουσία άλλου
2. το ουδ. ως ουσ. ελευθερία εκλογής
νεοελλ.
1. όποιος δεν υπόκειται σε περιορισμό ή απαγόρευση αλλά ασκεί ελεύθερα τα πολιτικά και ατομικά του δικαιώματα
2. κραταιός, ισχυρός
αρχ.-μσν.
επίρρ. αὐτεξουσίως·1. με προσωπική εξουσία, χωρίς τη βοήθεια άλλου
2. αυθαίρετα
μσν.
1. ελεύθερος από πατρική κηδεμονία
2. ηθικά υπεύθυνος, με συναίσθηση των πράξεών του
αρχ.
1. απόλυτοςαὐτεξούσιος βασιλεία, ἀρχή κ.λπ.»)
2. (για ομήρους) αυτός που απολύθηκε άνευ όρων.

Greek Monotonic

αὐτεξούσιος: -ον (ἐξουσία), αυτός που εξουσιάζει τον εαυτό του· τὸ αὐτεξούσιον, ελεύθερη δύναμη, ίδια εξουσία, σε Βάβρ.