ἀχέτας: Difference between revisions
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
(7) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀχέτας]] (<b>δωρ. τ.</b>) και ἀχέτης (<b>αττ. τ.</b>), ο (Α)<br />ο [[ηχέτης]], αυτός που έχει δυνατή ή ευχάριστη [[φωνή]]. | |mltxt=[[ἀχέτας]] (<b>δωρ. τ.</b>) και ἀχέτης (<b>αττ. τ.</b>), ο (Α)<br />ο [[ηχέτης]], αυτός που έχει δυνατή ή ευχάριστη [[φωνή]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀχέτας:''' ή ἀχέτᾰ, Δωρ. και Αττ. αντί [[ἠχέτης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:20, 30 December 2018
English (LSJ)
or ἀχέτᾰ, Dor. and Att. for ἠχέτης (q. v.).
German (Pape)
[Seite 417] ὁ, dor. für ἠχέτης, tönend, κύκνος Eur. El. 151; Φοῖβος Dionys. ep. 2; τέττιξ Archi. 29 (VII, 213); geradezu für die Cicade gesagt, Arist. H. A. 4, 7; Ar. Av. 1095 Pax 1159.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχέτας: ἢ ἀχέτᾰ, Δωρ. καὶ Ἀττ. ἀντὶ ἠχέτης, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
dor. c. ἠχέτης.
English (Slater)
ᾱχέτας
1 shrill ἁ μὲν ἀχέταν Λίνον αἴλινον ὕμνει Θρ. 3. 6.
Spanish (DGE)
ἀχέτης v. ἠχέτης
Greek Monolingual
ἀχέτας (δωρ. τ.) και ἀχέτης (αττ. τ.), ο (Α)
ο ηχέτης, αυτός που έχει δυνατή ή ευχάριστη φωνή.
Greek Monotonic
ἀχέτας: ή ἀχέτᾰ, Δωρ. και Αττ. αντί ἠχέτης.