ἁψικορία: Difference between revisions
(7) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἁψικορία]]) [[αψίκορος]]<br /><b>1.</b> το να αισθάνεται [[κανείς]] [[γρήγορα]] κορεσμό για κάποιο [[πράγμα]]<br /><b>2.</b> η εύκολη [[ικανοποίηση]] και [[εναλλαγή]] των επιθυμιών. | |mltxt=η (Α [[ἁψικορία]]) [[αψίκορος]]<br /><b>1.</b> το να αισθάνεται [[κανείς]] [[γρήγορα]] κορεσμό για κάποιο [[πράγμα]]<br /><b>2.</b> η εύκολη [[ικανοποίηση]] και [[εναλλαγή]] των επιθυμιών. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἁψῐκορία:''' ἡ переменчивость вкусов, капризность, привередливость Polyb., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A rapid satiety, Plb.14.1.4, Plu.2.504d, Andronic.Rhod.p.572M.; fickleness, δίχα ὕβρεως καὶ ἁ. PLond.5.1711 (vi A. D.).
German (Pape)
[Seite 421] ἡ, das Wesen des Folgenden, Veränderlichkeit im Geschmack, Pol. 14, 1; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἁψῐκορία: τὸ ἁψίκορον, τὸ ταχέως αἰσθάνεσθαι κόρον πράγματός τινος, Πολύβ. 14. 1, 4, Πλούτ. 2. 504D·- ῥῆμα -κορέω, εἶμαι ἁψίκορος, Βυζ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
prompt dégoût.
Étymologie: ἁψίκορος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
hastío de todo, de ahí inconstancia, volubilidad διὰ τὴν φυσικὴν τῶν Νομάδων ἁψικορίαν Plb.14.1.4, ἐπιθυμίας εἴδη ... ἁ. Andronic.Rhod.572, μόνος Ὅμηρος τῆς τῶν ἀνθρώπων ἁψικορίας περιγέγονεν Plu.2.504d, δίχα ὕβρεως καὶ ἁψικορίας PLond.1711.39 (VI d.C.).
Greek Monolingual
η (Α ἁψικορία) αψίκορος
1. το να αισθάνεται κανείς γρήγορα κορεσμό για κάποιο πράγμα
2. η εύκολη ικανοποίηση και εναλλαγή των επιθυμιών.
Russian (Dvoretsky)
ἁψῐκορία: ἡ переменчивость вкусов, капризность, привередливость Polyb., Plut.