βαγώας: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(7) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βαγώας]], ο (Α)<br />ο [[ευνούχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Περσικής προελεύσεως [[λέξη]] (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>Bagoas</i> και <i>Bagous</i>)]. | |mltxt=[[βαγώας]], ο (Α)<br />ο [[ευνούχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Περσικής προελεύσεως [[λέξη]] (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>Bagoas</i> και <i>Bagous</i>)]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βαγώας:''' ου и α ὁ (перс.) Plut. = [[εὐνοῦχος]] II. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, Lat. Bagoas and
A Bagöus, Persian word, said to be = εὐνοῦχος, as pr. n. in Str.15.3.24, etc.
German (Pape)
[Seite 423] ὁ, ein pers. Wort für εὐνοῦχος, Diod. Plut. u. Sp.; Strab. βαγῶος S. auch N. pr.
Greek (Liddell-Scott)
βαγώας: ὁ, Λατ. Bagoas, Bag öus, Περσικὴ λέξις, σημαίνουσα, ὡς λεγεται, εὐνοῦχος, ὡς κύρ. ὄνομα παρὰ Στράβ. 15, κτλ., ἴδε Πλίν. Ν. Η. 13. 4, 9.
Greek Monolingual
βαγώας, ο (Α)
ο ευνούχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Περσικής προελεύσεως λέξη (πρβλ. λατ. Bagoas και Bagous)].
Russian (Dvoretsky)
βαγώας: ου и α ὁ (перс.) Plut. = εὐνοῦχος II.