βαρύγυιος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal

Source
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βαρύγυιος]], -ον (Α)<br />αυτός που βαραίνει τα [[μέλη]] του σώματος, [[κοπιαστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαρύς]] <span style="color: red;">+</span> [[γυίον]] <b>στον πληθ.</b> «τα [[μέλη]] του σώματος»].
|mltxt=[[βαρύγυιος]], -ον (Α)<br />αυτός που βαραίνει τα [[μέλη]] του σώματος, [[κοπιαστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαρύς]] <span style="color: red;">+</span> [[γυίον]] <b>στον πληθ.</b> «τα [[μέλη]] του σώματος»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βᾰρύγυιος:''' -ον ([[γυῖον]]), αυτός που προκαλεί [[βάρος]] στα [[μέλη]] του σώματος, [[κοπιαστικός]], [[εξοντωτικός]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 18:23, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠγυιος Medium diacritics: βαρύγυιος Low diacritics: βαρύγυιος Capitals: ΒΑΡΥΓΥΙΟΣ
Transliteration A: barýgyios Transliteration B: baryguios Transliteration C: varygyios Beta Code: baru/guios

English (LSJ)

ον,

   A weighing down the limbs, wearisome, κέλευθα Opp.H.5.63; νοῦσος AP6.190.9 (Gaet.).

German (Pape)

[Seite 433] gliederbeschwerend, -lähmend, νοῦσος Gaetul. 3 (VI, 190); κέλευθα Opp. Hal. 5, 63.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύγυιος: -ον, ὁ βάρος προξενῶν εἰς τὰ μέλη, κοπιαστικός, κέλευθα Ὀππ. Ἁλ. 5. 63· νοῦσος Ἀνθ. ΙΙ. 6. 190.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui alourdit les membres, fatigant, accablant.
Étymologie: βαρύς, γυῖον.

Spanish (DGE)

(βᾰρύγυιος) -ον
que fatiga los miembros, agotador νοῦσος AP 6.190.9 (Gaet.), κέλευθα Opp.H.5.63.

Greek Monolingual

βαρύγυιος, -ον (Α)
αυτός που βαραίνει τα μέλη του σώματος, κοπιαστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + γυίον στον πληθ. «τα μέλη του σώματος»].

Greek Monotonic

βᾰρύγυιος: -ον (γυῖον), αυτός που προκαλεί βάρος στα μέλη του σώματος, κοπιαστικός, εξοντωτικός, σε Ανθ.