βαρβαρισμός: Difference between revisions
Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht
(7) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[βαρβαρισμός]]) [[βαρβαρίζω]]<br />η [[χρησιμοποίηση]] εσφαλμένων τύπων λέξεων [«μιᾱς λέξεως [[κακία]] ὁ [[βαρβαρισμός]], ἐπιπλοκῆς δε λέξεων ἀκαταλλήλων ὁ [[σολοικισμός]]» ([[βαρβαρισμός]] = γραμματικό [[σφάλμα]], [[σολοικισμός]] = [[συντακτικό]] [[σφάλμα]]) (Απολλ. Δύσκολος)]<br /><b>νεοελλ.</b><br />βάρβαρη [[συμπεριφορά]]. | |mltxt=ο (AM [[βαρβαρισμός]]) [[βαρβαρίζω]]<br />η [[χρησιμοποίηση]] εσφαλμένων τύπων λέξεων [«μιᾱς λέξεως [[κακία]] ὁ [[βαρβαρισμός]], ἐπιπλοκῆς δε λέξεων ἀκαταλλήλων ὁ [[σολοικισμός]]» ([[βαρβαρισμός]] = γραμματικό [[σφάλμα]], [[σολοικισμός]] = [[συντακτικό]] [[σφάλμα]]) (Απολλ. Δύσκολος)]<br /><b>νεοελλ.</b><br />βάρβαρη [[συμπεριφορά]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βαρβᾰρισμός:''' ὁ (βαρβᾰρίζω), [[βαρβαρισμός]], [[χρήση]] αλλότριων γλωσσικών στοιχείων, εσφαλμένη [[χρήση]] των γλωσσικών στοιχείων της ίδιας της γλώσσας, σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A use of a foreign tongue or of one's own tongue amiss, barbarism, Arist.Po.1458a26, Diog.Bab.Stoic.3.214, Ph.1.124, Plu.2.731e; μιᾶς λέξεως κακία ὁ β., ἐπιπλοκῆς δὲ λέξεων ἀκαταλλήλων ὁ σολοικισμός A.D.Synt.198.7.
German (Pape)
[Seite 432] ὁ, eigtl. das Reden einer fremden Sprache, das Reden oder Schreiben einer Sprache nach Art eines Fremden, dah. Sprachfehler, fehlerhafter Ausdruck, Arist. Poet. 22; Luc. D. Mort. 10, 10 Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
βαρβᾰρισμός: χρῆσις ξένης τινὸς γλώσσης ἢ αὐτῆς τῆς γλώσσης τοῦ λαλοῦντος ἐσφαλμένη, Ἀριστ. Ποιητ. 22. 4 καὶ 6· πρβλ. Gellius 5. 20· - τὸ περὶ τὴν λέξιν ἁμάρτημα, Γραμματ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
langage inintelligible comme serait une langue étrangère.
Étymologie: βαρβαρίζω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
I incorrección lingüística, barbarismo Arist.Po.1458a26, Diog.Bab.Stoic.3.214, de una traducción de los LXX en griego incorrecto, Ph.1.124, cf. Luc.DMort.20.10, Sch.Er.Il.11.441, Lyd.Mag.3.32, Isid.Etym.1.32.2
•unido al solecismo, Plu.2.731e, A.D.Synt.198.7, S.E.M.1.210, 215, 231, D.L.7.59, Philostr.VS 541.
II 1partidismo pro-persa, SEG 22.506.9 (Quíos IV a.C.).
2 estado de barbarie, barbarie en la época entre Adán y Noé, Epiph.Const.Anac.1 (p.162.6), de las religiones paganas, Epiph.Const.Haer.80.10 (p.495.6).
Greek Monolingual
ο (AM βαρβαρισμός) βαρβαρίζω
η χρησιμοποίηση εσφαλμένων τύπων λέξεων [«μιᾱς λέξεως κακία ὁ βαρβαρισμός, ἐπιπλοκῆς δε λέξεων ἀκαταλλήλων ὁ σολοικισμός» (βαρβαρισμός = γραμματικό σφάλμα, σολοικισμός = συντακτικό σφάλμα) (Απολλ. Δύσκολος)]
νεοελλ.
βάρβαρη συμπεριφορά.
Greek Monotonic
βαρβᾰρισμός: ὁ (βαρβᾰρίζω), βαρβαρισμός, χρήση αλλότριων γλωσσικών στοιχείων, εσφαλμένη χρήση των γλωσσικών στοιχείων της ίδιας της γλώσσας, σε Αριστ.