βαρυαλγής: Difference between revisions

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
(7)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βαρυαλγής]] (-οῡς), -ές (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που νιώθει [[βαρύ]] [[ψυχικό]] ή σωματικό πόνο<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που προξενεί [[βαρύ]] πόνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαρύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αλγής</i> <span style="color: red;"><</span> [[άλγος]]].
|mltxt=[[βαρυαλγής]] (-οῡς), -ές (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που νιώθει [[βαρύ]] [[ψυχικό]] ή σωματικό πόνο<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που προξενεί [[βαρύ]] πόνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαρύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αλγής</i> <span style="color: red;"><</span> [[άλγος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βᾰρῠαλγής:''' -ές ([[ἄλγος]]), αυτός που υποφέρει [[βαριά]]· βαρυαλγὴς [[νοῦσος]] = το επόμ., σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 22:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠαλγής Medium diacritics: βαρυαλγής Low diacritics: βαρυαλγής Capitals: ΒΑΡΥΑΛΓΗΣ
Transliteration A: baryalgḗs Transliteration B: baryalgēs Transliteration C: varyalgis Beta Code: barualgh/s

English (LSJ)

ές,

   A grievously suffering, Orph.H. 69.7.    II = sq., νοῦσος Epigr.Gr.228 (Ephesus), 803 (Delos).

German (Pape)

[Seite 433] ές, 1) schwer leidend, Orph. H. 68, 7. – 2) schwere Leiden verursachend, νοῦσος Ep. ad. 162. 736 (App. 269. 321).

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρυαλγής: -ές, ὁ βαρέως ὑποφέρων, Ὀρφ. Ὕμν. 68. 7.

Spanish (DGE)

(βᾰρῠαλγής) -ές
que provoca graves sufrimientos las Erinis, Orph.H.69.7, νοῦσος IEphesos 2101.3 (I d.C.), ID 2388.3, dud. en ICr.2.23.22.1 (Polirrenia I a.C.), pero v. βαρυαλκής.

Greek Monolingual

βαρυαλγής (-οῡς), -ές (AM)
1. αυτός που νιώθει βαρύ ψυχικό ή σωματικό πόνο
2. εκείνος που προξενεί βαρύ πόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -αλγής < άλγος].

Greek Monotonic

βᾰρῠαλγής: -ές (ἄλγος), αυτός που υποφέρει βαριά· βαρυαλγὴς νοῦσος = το επόμ., σε Ανθ.