βλαστημός: Difference between revisions

From LSJ

τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)

Source
(7)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βλαστημός]], ο (Α) [[βλαστάνω]]<br />ο [[βλαστός]].
|mltxt=[[βλαστημός]], ο (Α) [[βλαστάνω]]<br />ο [[βλαστός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βλαστημός:''' ὁ, =[[βλάστη]] I, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 21:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλαστημός Medium diacritics: βλαστημός Low diacritics: βλαστημός Capitals: ΒΛΑΣΤΗΜΟΣ
Transliteration A: blastēmós Transliteration B: blastēmos Transliteration C: vlastimos Beta Code: blasthmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A growth, βλαστημὸν ἀλδαίνοντα σώματος πολύν A.Th.12, cf. Supp.318.

Greek (Liddell-Scott)

βλαστημός: ὁ, = βλάστη Ι. Αἰσχύλ. Θήβ. 12. Ἱκέτ. 317·- ὁ Herm. ὅμως θεωρεῖ τὴν λέξιν ὡς ἐπίθ. ἐν Ἱκέτ. ἔνθ΄ ἀνωτ. καὶ ἐν Θήβ. ἔνθ΄ ἀνωτ. ἀναγινώσκει βλαστησμὸς ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας. Ἴδε Κόντ. ἐν Ἀθηναίῳ 7, 372.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 germe, pousse ; rejeton;
2 fig. floraison.
Étymologie: βλαστάνω.

Spanish (DGE)

-όν
I que hace germinar, germinador θέρος A.Fr.332a.2.
II subst. ὁ β.
1 retoño, renuevo τῆσδε β. de Belo, hijo de Libia y padre de Dánao, A.Supp.318.
2 crecimiento β. ... σώματος A.Th.12.

Greek Monolingual

βλαστημός, ο (Α) βλαστάνω
ο βλαστός.

Greek Monotonic

βλαστημός: ὁ, =βλάστη I, σε Αισχύλ.