βερβέριον: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
(7)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βερβέριον]], το (Α)<br />τριμμένο, παλιό [[ένδυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. της καθημερινής γλώσσας με αναδιπλασιασμό, πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>βερρόν</i> ή <i>βειρόν</i> «δασύ» (<b>Ησύχ.</b>). Η [[σύνδεση]] με λατ. <i>burra</i> «μάλλινο [[ένδυμα]], [[μαλλί]]», <i>reburrus</i> «με ορθωμένες τις [[τρίχες]], [[πεισματάρης]]» [[είναι]] αβέβαιη].
|mltxt=[[βερβέριον]], το (Α)<br />τριμμένο, παλιό [[ένδυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. της καθημερινής γλώσσας με αναδιπλασιασμό, πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>βερρόν</i> ή <i>βειρόν</i> «δασύ» (<b>Ησύχ.</b>). Η [[σύνδεση]] με λατ. <i>burra</i> «μάλλινο [[ένδυμα]], [[μαλλί]]», <i>reburrus</i> «με ορθωμένες τις [[τρίχες]], [[πεισματάρης]]» [[είναι]] αβέβαιη].
}}
{{elru
|elrutext='''βερβέριον:''' τό рубище Anacr.
}}
}}

Revision as of 07:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βερβέριον Medium diacritics: βερβέριον Low diacritics: βερβέριον Capitals: ΒΕΡΒΕΡΙΟΝ
Transliteration A: berbérion Transliteration B: berberion Transliteration C: ververion Beta Code: berbe/rion

English (LSJ)

τό,

   A shabby garment, Anacr.21.3.

German (Pape)

[Seite 442] τό, Anacr. frg. 19 (Ath. XII, 533 f), ein ärmliches Kleid.

Greek (Liddell-Scott)

βερβέριον: τό, ἔνδυμα πτωχόν, Ἀνακρ. 19, ἔνθα ἴδε Bgk.

Spanish (DGE)

-ου, τό traje raído Anacr.82.1.

Greek Monolingual

βερβέριον, το (Α)
τριμμένο, παλιό ένδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. της καθημερινής γλώσσας με αναδιπλασιασμό, πιθ. < βερρόν ή βειρόν «δασύ» (Ησύχ.). Η σύνδεση με λατ. burra «μάλλινο ένδυμα, μαλλί», reburrus «με ορθωμένες τις τρίχες, πεισματάρης» είναι αβέβαιη].

Russian (Dvoretsky)

βερβέριον: τό рубище Anacr.