βουλευτήριος: Difference between revisions

From LSJ

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source
(7)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βουλευτήριος]], -ον (Α)<br />ο [[αρμόδιος]] ή [[κατάλληλος]] να παρέχει συμβουλές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βουλευτήρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[βουλεύω]]) «[[βουλευτής]]» (<b>Ησύχ.</b>) ή <span style="color: red;"><</span> [[βουλευτής]].
|mltxt=[[βουλευτήριος]], -ον (Α)<br />ο [[αρμόδιος]] ή [[κατάλληλος]] να παρέχει συμβουλές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βουλευτήρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[βουλεύω]]) «[[βουλευτής]]» (<b>Ησύχ.</b>) ή <span style="color: red;"><</span> [[βουλευτής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βουλευτήριος:''' -ον ([[βουλεύω]]), [[συμβουλευτικός]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 21:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουλευτήριος Medium diacritics: βουλευτήριος Low diacritics: βουλευτήριος Capitals: ΒΟΥΛΕΥΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: bouleutḗrios Transliteration B: bouleutērios Transliteration C: vouleftirios Beta Code: bouleuth/rios

English (LSJ)

ον,

   A giving advice, κακῶν τ' Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριον A.Th.575.

German (Pape)

[Seite 457] ον, berathend, ὁ, der Rathgeber, Aesch. Spt. 557.

Greek (Liddell-Scott)

βουλευτήριος: -ον, = βουλευτικὸς Ι. 2, ὁ παρέχων συμβουλήν, κακῶν τ’ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριον Αἰσχύλ. Θήβ. 575.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
propre à donner un conseil, à conseiller.
Étymologie: βουλεύθω.

Greek Monolingual

βουλευτήριος, -ον (Α)
ο αρμόδιος ή κατάλληλος να παρέχει συμβουλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βουλευτήρ (< βουλεύω) «βουλευτής» (Ησύχ.) ή < βουλευτής.

Greek Monotonic

βουλευτήριος: -ον (βουλεύω), συμβουλευτικός, σε Αισχύλ.