βοτηρικός: Difference between revisions
From LSJ
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
(7) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βοτηρικός]], -ή, -όν (Α) [[βοτήρ]]<br />ο [[ποιμενικός]]. | |mltxt=[[βοτηρικός]], -ή, -όν (Α) [[βοτήρ]]<br />ο [[ποιμενικός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βοτηρικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για το βοσκό, σε Πλούτ., Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for a herdsman, ἑορτή Plu.Rom.12; κύπελλα AP6.170 (Thyill.).
German (Pape)
[Seite 455] die Hirten betreffend, ἑορτή, Hirtenfest, Plut. Rom. 12; κύπελλα Thall. 3 (VI, 170).
Greek (Liddell-Scott)
βοτηρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς βοσκόν, Πλούτ. Ρωμ. 12, Ἀνθ. II. 6. 170.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de berger, de pâtre, pastoral.
Étymologie: βοτήρ.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
pastoril ἑορτή Plu.Rom.12, κύπελλα AP 6.170 (Thyill.).
Greek Monolingual
βοτηρικός, -ή, -όν (Α) βοτήρ
ο ποιμενικός.
Greek Monotonic
βοτηρικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για το βοσκό, σε Πλούτ., Ανθ.