γάβανο: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(7)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το και [[γαβάνα]], η και γαβάνι, το (Μ γάβενον, το)<br /><b>1.</b> [[πιάτο]]<br /><b>2.</b> πήλινο [[ποτήρι]]<br /><b>3.</b> ξύλινο στρογγυλό [[δοχείο]] με [[σκέπασμα]] για τη [[μεταφορά]] φαγητού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> 'Αλλος τ. του <i>γάβαθον</i>. Η [[μετακίνηση]] του τόνου στο θηλ. [[γαβάνα]] αναλογικά [[προς]] το συνώνυμο [[γαβάθα]]].
|mltxt=το και [[γαβάνα]], η και [[γαβάνι]], το (Μ [[γάβενον]], το)<br /><b>1.</b> [[πιάτο]]<br /><b>2.</b> πήλινο [[ποτήρι]]<br /><b>3.</b> ξύλινο στρογγυλό [[δοχείο]] με [[σκέπασμα]] για τη [[μεταφορά]] φαγητού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του <i>[[γάβαθον]]</i>. Η [[μετακίνηση]] του τόνου στο θηλ. [[γαβάνα]] αναλογικά [[προς]] το συνώνυμο [[γαβάθα]]].
}}
}}

Revision as of 16:00, 10 June 2022

Greek Monolingual

το και γαβάνα, η και γαβάνι, το (Μ γάβενον, το)
1. πιάτο
2. πήλινο ποτήρι
3. ξύλινο στρογγυλό δοχείο με σκέπασμα για τη μεταφορά φαγητού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του γάβαθον. Η μετακίνηση του τόνου στο θηλ. γαβάνα αναλογικά προς το συνώνυμο γαβάθα].