γάποτος: Difference between revisions
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(8) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γάποτος]], -ον (Α)<br />αυτός που τον πίνει η γη, που χύνεται στο [[χώμα]] και απορροφάται («γάποτοι τιμαί» — οι νεκρικές χοές).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γη</i> (δωρ. <i>γα</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ποτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[πίνω]]. | |mltxt=[[γάποτος]], -ον (Α)<br />αυτός που τον πίνει η γη, που χύνεται στο [[χώμα]] και απορροφάται («γάποτοι τιμαί» — οι νεκρικές χοές).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γη</i> (δωρ. <i>γα</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ποτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[πίνω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γάποτος:''' -ον, [ᾱ], αυτός που απορροφάται από τη γη, λέγεται για τις σπονδές, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:00, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾱ], ον,
A to be drunk up by Earth, γ. χύσις, γ. χοαί, γ. τιμαί, of libations, A.Ch.97,164, Pers.621.
German (Pape)
[Seite 474] dor. = γηπετής u. s. w.
Greek (Liddell-Scott)
γάποτος: ον [ᾱ], ὃν δύναται νὰ καταπἰῃ ἡ γῆ, γ. χύσις, γ. τιμαί, ἐπὶ σπονδῶν, Αἰσχύλ. Χο. 97, 163, Πέρσ. 621· πρβλ. γάπεδον.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dor.
qui doit être bu par la terre (liquide, libation, etc.).
Étymologie: γῆ, πίνω.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾱ-]
bebido por la tierra esp. de libaciones χύσις A.Ch.97, χοαί A.Ch.164, τιμαί A.Pers.621.
Greek Monolingual
γάποτος, -ον (Α)
αυτός που τον πίνει η γη, που χύνεται στο χώμα και απορροφάται («γάποτοι τιμαί» — οι νεκρικές χοές).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γη (δωρ. γα) + -ποτος < πίνω.
Greek Monotonic
γάποτος: -ον, [ᾱ], αυτός που απορροφάται από τη γη, λέγεται για τις σπονδές, σε Αισχύλ.