γλωσσαλγία: Difference between revisions

3
(8)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[γλωσσαλγία]]) [[γλώσσαλγος]]<br />η ακατάσχετη [[φλυαρία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πόνος]] στη [[γλώσσα]].
|mltxt=η (AM [[γλωσσαλγία]]) [[γλώσσαλγος]]<br />η ακατάσχετη [[φλυαρία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πόνος]] στη [[γλώσσα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γλωσσαλγία:''' ἡ, ατέρμονη [[ομιλία]], [[πολυλογία]], [[φλυαρία]], σε Ευρ.
}}
}}