Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γοήτευμα: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(8)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γοήτευμα]], το (Α) [[γοητεύω]]<br />μαγικό [[τέχνασμα]], [[μάγια]].
|mltxt=[[γοήτευμα]], το (Α) [[γοητεύω]]<br />μαγικό [[τέχνασμα]], [[μάγια]].
}}
{{elru
|elrutext='''γοήτευμα:''' ατος τό обольщение, навождение, обман (γ., ἀλλ᾽ οὐχ [[ἡδονή]] Plat.).
}}
}}

Revision as of 18:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γοήτευμα Medium diacritics: γοήτευμα Low diacritics: γοήτευμα Capitals: ΓΟΗΤΕΥΜΑ
Transliteration A: goḗteuma Transliteration B: goēteuma Transliteration C: goitevma Beta Code: goh/teuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A spell, charm, Pl.Phlb.44c, Alciphr.3.17, Ael. NA3.17, Agath.Praef.; τὸ γ. τῆς φύσεως Porph.Abst.1.43.

German (Pape)

[Seite 500] τό, Zauberstück, Trug, Ggstz ἡδονή, Plat. Phil. 44 c; Sp. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

γοήτευμα: τό, μαγικὸν τέχνασμα, παίγνιον, μαγγανεία, Πορφύρ. Β. Πυθ. 70, Πλάτ. Φιλ. 44C, Ἀλκίφρων 3. 17.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
c. γοητεία.
Étymologie: γοητεύω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 hechizo, seducción καὶ αὐτὸ τοῦτο ... ἡδονὴν εἶναι Pl.Phlb.44c, cf. Ael.NA 3.17, Agath.proem.7, Aristaenet.2.18.42, tb. plu. τοὺς ἀθλίους τουτουσὶ θέλγε τοῖς γοητεύμασιν Alciphr.2.14.2, τοῖς φαρμάκοις καὶ τοῖς γοητεύμασι Plot.4.4.40.
2 encanto, fascinación que produce sobre el alma la vida terrena τὸ γ. τῆς φύσεως Porph.Abst.1.43, cf. 28.

Greek Monolingual

γοήτευμα, το (Α) γοητεύω
μαγικό τέχνασμα, μάγια.

Russian (Dvoretsky)

γοήτευμα: ατος τό обольщение, навождение, обман (γ., ἀλλ᾽ οὐχ ἡδονή Plat.).