γοῦνα: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Μ [[γούνα]])<br /><b>1.</b> [[δέρμα]] ζώου κατεργασμένο [[χωρίς]] ν' αφαιρεθεί το [[τρίχωμα]]<br /><b>2.</b> [[πανωφόρι]] από [[γούνα]] ή με γούνινη [[επένδυση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[είναι]] της γούνας μου [[μανίκι]]» — δεν έχει [[καμμία]] [[συγγένεια]] [[μαζί]] μου<br /><b>2.</b> «έχω ράμματα για τη [[γούνα]] σου» — έχω τη [[δύναμη]] και τον σκοπό να σέ τιμωρήσω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. <span style="color: red;"><</span> (μσν. λατ.) <i>gunna</i> (λ. κελτικής προελεύσεως) ή, κατ' άλλους, <span style="color: red;"><</span> <b>(σλαβ.)</b> <i>guna</i>].
|mltxt=η (Μ [[γούνα]])<br /><b>1.</b> [[δέρμα]] ζώου κατεργασμένο [[χωρίς]] ν' αφαιρεθεί το [[τρίχωμα]]<br /><b>2.</b> [[πανωφόρι]] από [[γούνα]] ή με γούνινη [[επένδυση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[είναι]] της γούνας μου [[μανίκι]]» — δεν έχει [[καμμία]] [[συγγένεια]] [[μαζί]] μου<br /><b>2.</b> «έχω ράμματα για τη [[γούνα]] σου» — έχω τη [[δύναμη]] και τον σκοπό να σέ τιμωρήσω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. <span style="color: red;"><</span> (μσν. λατ.) <i>gunna</i> (λ. κελτικής προελεύσεως) ή, κατ' άλλους, <span style="color: red;"><</span> <b>(σλαβ.)</b> <i>guna</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γοῦνα:''' [[γούνων]], ποιητ. πληθ. του [[γόνυ]].
}}
}}

Revision as of 22:03, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γοῦνα Medium diacritics: γοῦνα Low diacritics: γούνα Capitals: ΓΟΥΝΑ
Transliteration A: goûna Transliteration B: gouna Transliteration C: goyna Beta Code: gou=na

English (LSJ)

γούνων, poet. pl. of γόνυ (q. v.).

German (Pape)

[Seite 503] = γούνατα, poet., s. γόνυ.

Greek (Liddell-Scott)

γοῦνα: γούνων (οὐχὶ γουνῶν), ποιητ. πληθ. τοῦ γόνυ, ὅ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

nom.-acc. plur. de γόνυ.

Spanish (DGE)

v. γόνυ.

Greek Monolingual

η (Μ γούνα)
1. δέρμα ζώου κατεργασμένο χωρίς ν' αφαιρεθεί το τρίχωμα
2. πανωφόρι από γούνα ή με γούνινη επένδυση
νεοελλ.
φρ.
1. «είναι της γούνας μου μανίκι» — δεν έχει καμμία συγγένεια μαζί μου
2. «έχω ράμματα για τη γούνα σου» — έχω τη δύναμη και τον σκοπό να σέ τιμωρήσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. < (μσν. λατ.) gunna (λ. κελτικής προελεύσεως) ή, κατ' άλλους, < (σλαβ.) guna].

Greek Monotonic

γοῦνα: γούνων, ποιητ. πληθ. του γόνυ.