δέννος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δέννος]], ο (Α)<br />[[ψόγος]], [[κατηγορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ., με εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>ν</i>-].
|mltxt=[[δέννος]], ο (Α)<br />[[ψόγος]], [[κατηγορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ., με εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>ν</i>-].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δέννος:''' ὁ, [[κακολογία]], [[λοιδορία]], ύβρη, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 20:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δέννος Medium diacritics: δέννος Low diacritics: δέννος Capitals: ΔΕΝΝΟΣ
Transliteration A: dénnos Transliteration B: dennos Transliteration C: dennos Beta Code: de/nnos

English (LSJ)

ὁ,

   A reproach, prob. in Archil.65 (pl.), Hdt.9.107, Lyc.777 (pl.), Herod.7.104.    II δεννόν· κακολόγον, Hsch.

German (Pape)

[Seite 546] (δεινός?), ὁ, Beschimpfung, Schande, Her. 9, 107 u. sp. D., wie Lyc. 777.

Greek (Liddell-Scott)

δέννος: ὁ, λοιδωρία, κακολογία, ὕβρις, Ἡρόδ. 9. 107, Λυκ. 777.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
reproche outrageant, outrage.
Étymologie: DELG pas d’étym.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ ultraje Archil.179.2, γυναικὸς κακίω ἀκοῦσαι δ. μέγιστός ἐστι oír que uno es peor que una mujer es el máximo ultraje Hdt.9.107, δέννοις κολασθείς Lyc.777, cf. Herod.7.104.

• Etimología: Etim. oscura, prob. c. geminación expresiva.

Greek Monolingual

δέννος, ο (Α)
ψόγος, κατηγορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., με εκφραστικό διπλασιασμό του -ν-].

Greek Monotonic

δέννος: ὁ, κακολογία, λοιδορία, ύβρη, σε Ηρόδ.