διακωδωνίζω: Difference between revisions
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
(9) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[διακωδωνίζω]])<br />[[διασαλπίζω]], [[διαλαλώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δοκιμάζω]] με [[κουδούνισμα]]<br /><b>2.</b> [[αναγγέλλω]] τη [[λήξη]] με [[κουδούνισμα]]. | |mltxt=(Α [[διακωδωνίζω]])<br />[[διασαλπίζω]], [[διαλαλώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δοκιμάζω]] με [[κουδούνισμα]]<br /><b>2.</b> [[αναγγέλλω]] τη [[λήξη]] με [[κουδούνισμα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διακωδωνίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, επιτετ. [[τύπος]] αντί [[κωδωνίζω]], σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:24, 30 December 2018
English (LSJ)
strengthd. for κωδωνίζω, Lys.Fr.313S. (Pass.), D. 19.167, Porph.Abst.4.17 (Pass.), Harp. II bruit abroad, Str. 2.3.4. III dismiss by the sound of a bell, Philostr.VS2.27.5.
German (Pape)
[Seite 585] 1) ausforschen, prüfen, τινά, Dem. 19, 167 (VLL. διαπειρᾶν καὶ ἐξετάζειν) u. Sp. – 2) = διαφημίζω, verbreiten, Strab. II p. 99.
Greek (Liddell-Scott)
διακωδωνίζω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ κωδωνίζω, Λυσ. ἐν τῷ Ε. Μ. 267. 30, Δημ. 393. 17. ΙΙ. κοινολογῶ, διαφημίζω, Στράβ. 99.
French (Bailly abrégé)
éprouver (un vase) par le son ; éprouver.
Étymologie: διά, κώδων.
Spanish (DGE)
1 hacer mucho ruido βαυκαλῶν καὶ διακωδωνίζων Luc.Lex.11.
2 tr., c. ac. de pers. o asimilados poner a prueba ἐκεῖνος ἡμᾶς διεκωδώνιζεν ἅπαντας D.19.167, ἕκαστον τῶν ποιμένων Iambl.Fr.91, διάνοιαν τὴν Κλαυδίου I.AI 19.262, (αὐλῳδός) διασείσας καὶ διακωδωνίσας τὸ συμπόσιον Plu.2.704d, διακωδωνίσας αὐτὸν ἐν ἀρχῇ Chrys.M.58.733, cf. Hsch.
•en la escuela examinar τὰ μειράκια Philostr.VS 619.
3 dar a conocer, divulgar πανταχοῦ διακωδωνίζοντα ταῦτα Str.2.3.4, cf. CCP (536) Act.5 (p.91.33), en v. pas. πανταχῆ τὸ κακὸν διακεκωδώνιστο Lib.Decl.40.53, διακωδωνισθέντες· διαφημισθέντες Hsch., EM 267.27G.
Greek Monolingual
(Α διακωδωνίζω)
διασαλπίζω, διαλαλώ
αρχ.
1. δοκιμάζω με κουδούνισμα
2. αναγγέλλω τη λήξη με κουδούνισμα.