διαβαδίζω: Difference between revisions
(9) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διαβαδίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[περνώ]]<br /><b>2.</b> [[βαδίζω]] όχι κατ' ευθείαν, [[αλλά]] εδώ κι [[εκεί]]. | |mltxt=[[διαβαδίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[περνώ]]<br /><b>2.</b> [[βαδίζω]] όχι κατ' ευθείαν, [[αλλά]] εδώ κι [[εκεί]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διαβᾰδίζω:''' μέλ. <i>-ιοῦμαι</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[περνάω]] δια μέσου, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[βαδίζω]] εδώ και [[εκεί]], [[περνοδιαβαίνω]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:08, 30 December 2018
English (LSJ)
fut. -ιοῦμαι, later
A -ιῶ Luc.Dem.Enc.1, -βαδίσω D.C. 37.53:—go across, Th.6.101, Gal.6.185. 2 walk to and fro, App.BC1.25, Luc. l.c.: in pres. Med., Them.Or.21.253a.
Greek (Liddell-Scott)
διαβᾰδίζω: μέλλ. -ιοῦμαι, μεταγεν. -ιῶ Λουκ. Δημ. Ἐγκωμ. 1 ˙-διαβαίνω εἰς τὸ πέραν, «περνῶ», Θουκ. 6. 101. 2) βαδίζω ἐδῶ καὶ ἐκεῖ Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 25, Λουκ. ἔνθ’ ἀνωτ. οὕτως ἐν τῷ μεσ. ἐνεστ., Θεμίστ, 253Α.
French (Bailly abrégé)
1 aller à travers, traverser;
2 aller et venir, parcourir en allant et venant.
Étymologie: διά, βαδίζω.
Spanish (DGE)
1 transitar, pasar ἐπ' αὐτῶν διαβαδίσαντες pasando sobre ellos (tablones sobre una zona pantanosa), Th.6.101, κατὰ τὴν ὁδόν Hecat.Abd.21.202, cf. D.C.37.53.2.
2 pasear ἄχρι τῆς δεξαμενῆς Gal.6.185, cf. Luc.Dem.Enc.1, App.BC 1.25, Ach.Tat.1.16.1
•c. ac. int. διεβαδίζομεν τοὺς ὀρχάτους paseábamos por los jardines Ach.Tat.5.17.3
•en v. med. mismo sent. ἐν ἀγορᾷ Them.Or.21.253a.
Greek Monolingual
διαβαδίζω (Α)
1. περνώ
2. βαδίζω όχι κατ' ευθείαν, αλλά εδώ κι εκεί.
Greek Monotonic
διαβᾰδίζω: μέλ. -ιοῦμαι,
1. περνάω δια μέσου, σε Θουκ.
2. βαδίζω εδώ και εκεί, περνοδιαβαίνω, σε Λουκ.