διασκώπτω: Difference between revisions

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
(9)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διασκώπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[σκώπτω]] επανειλημμένως κάποιον<br /><b>2.</b> (-ομαι) [[ανταλλάσσω]] σκώμματα με κάποιον.
|mltxt=[[διασκώπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[σκώπτω]] επανειλημμένως κάποιον<br /><b>2.</b> (-ομαι) [[ανταλλάσσω]] σκώμματα με κάποιον.
}}
{{elnl
|elnltext=δια-σκώπτω grappen uitwisselen, pass.: ταῦτα … οὕτω διεσκώπτετο zo werden over en weer deze grappen gemaakt Xen. Cyr. 8.4.23.
}}
}}

Revision as of 14:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασκώπτω Medium diacritics: διασκώπτω Low diacritics: διασκώπτω Capitals: ΔΙΑΣΚΩΠΤΩ
Transliteration A: diaskṓptō Transliteration B: diaskōptō Transliteration C: diaskopto Beta Code: diaskw/ptw

English (LSJ)

   A jest upon, τινά dub. l. in Plu.2.82b; δεῖπνα Ath.2.55d:—Med., jest one with another, bandy jests, X.Cyr.8.4.23.

German (Pape)

[Seite 602] unter einander scherzen, sich gegenseitig verspotten, ταῦτα οὕτω διεσκώπτετο Xen. Cyr. 8, 4, 23.

Greek (Liddell-Scott)

διασκώπτω: μεταξὺ σκώπτω, κάμνω τινὰ ἀντικείμενον τῶν σκωμμάτων μου, τινὰ Πλούτ. 2. 82Β. ‒ Μέσ., ἀμοιβαίως ἀστεΐζομαι, ἀνταλλάσσω σκώμματα, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 23.

French (Bailly abrégé)

railler, acc. ; Pass. être échangé sous forme de railleries, de plaisanteries en parl. de propos;
Moy. διασκώπτομαι plaisanter l’un avec l’autre, échanger des plaisanteries.
Étymologie: διά, σκώπτω.

Spanish (DGE)

burlarse de, ridiculizar τῶν φιλοσόφων τὰ δεῖπνα Ath.55d, τὸ εὐνουχῶδες αὐτοῦ Philostr.VS 541, αὐτόν Philostr.VS 556, τοὺς ἀκροωμένους Sch.Ar.Ra.308D., διασκώπτων (ἐμὲ) ἐς ῥᾳθυμίαν καὶ τρόπων χαυνότητα burlándose de mi indolencia y debilidad de carácter Hdn.5.1.3.3
bromear, hacer bromas en v. pas. καὶ ταῦτα μὲν δὴ οὕτω διεσκώπτετο tales eran las bromas que se dirigían X.Cyr.8.4.23.

Greek Monolingual

διασκώπτω (Α)
1. σκώπτω επανειλημμένως κάποιον
2. (-ομαι) ανταλλάσσω σκώμματα με κάποιον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-σκώπτω grappen uitwisselen, pass.: ταῦτα … οὕτω διεσκώπτετο zo werden over en weer deze grappen gemaakt Xen. Cyr. 8.4.23.