διαχειρίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
(9)
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from [[διά]] and a derivative of [[χείρ]]; to [[handle]] [[thoroughly]], i.e. [[lay]] [[violent]] hands [[upon]]: [[kill]], [[slay]].
|strgr=from [[διά]] and a derivative of [[χείρ]]; to [[handle]] [[thoroughly]], i.e. [[lay]] [[violent]] hands [[upon]]: [[kill]], [[slay]].
}}
{{elru
|elrutext=[[умерщвлять]], [[налагать руки]]
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΝ) και [[διαχειρίζω]] (AM) και διαχειρώ (Α)<br /><b>1.</b> [[κρατώ]] στα χέρια μου, [[μεταχειρίζομαι]], [[διευθύνω]]<br /><b>2.</b> [[επιτροπεύω]], [[επιμελούμαι]]<br />(μσν. ενεργ.-αρχ. μέσ.) [[σκοτώνω]].
|mltxt=(ΑΝ) και [[διαχειρίζω]] (AM) και διαχειρώ (Α)<br /><b>1.</b> [[κρατώ]] στα χέρια μου, [[μεταχειρίζομαι]], [[διευθύνω]]<br /><b>2.</b> [[επιτροπεύω]], [[επιμελούμαι]]<br />(μσν. ενεργ.-αρχ. μέσ.) [[σκοτώνω]].
}}
}}

Revision as of 14:31, 3 June 2024

English (Strong)

from διά and a derivative of χείρ; to handle thoroughly, i.e. lay violent hands upon: kill, slay.

Russian (Dvoretsky)

умерщвлять, налагать руки

Greek Monolingual

(ΑΝ) και διαχειρίζω (AM) και διαχειρώ (Α)
1. κρατώ στα χέρια μου, μεταχειρίζομαι, διευθύνω
2. επιτροπεύω, επιμελούμαι
(μσν. ενεργ.-αρχ. μέσ.) σκοτώνω.