διεξελέγχω: Difference between revisions

From LSJ

εὐάγωγόν ἐστι πᾶς ἀνὴρ ἐρῶν → every man in love is compliant

Source
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διεξελέγχω]] (Α) [[εξελέγχω]]<br />[[ελέγχω]] εντελώς, [[μετά]] από έλεγχο [[αποδεικνύω]] την [[πλάνη]] ή την [[άγνοια]] κάποιου.
|mltxt=[[διεξελέγχω]] (Α) [[εξελέγχω]]<br />[[ελέγχω]] εντελώς, [[μετά]] από έλεγχο [[αποδεικνύω]] την [[πλάνη]] ή την [[άγνοια]] κάποιου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διεξελέγχω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[ανασκευάζω]] ολοκληρωτικά, [[αναιρώ]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 19:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεξελέγχω Medium diacritics: διεξελέγχω Low diacritics: διεξελέγχω Capitals: ΔΙΕΞΕΛΕΓΧΩ
Transliteration A: diexelénchō Transliteration B: diexelenchō Transliteration C: diekselegcho Beta Code: diecele/gxw

English (LSJ)

   A refute utterly, Luc.Alex.61, Plu.2.922e, Gal.4.518:—Pass., ὅταν ἀμαθέστεροι διεξελέγχωνται when they are convicted of ignorance, Them. Or.21.259b.

German (Pape)

[Seite 619] ganz überführen, widerlegen, Luc. Alex. 61; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διεξελέγχω: ἐντελῶς ἐξελέγχω, ἀναιρῶ, ἀποδεικνύω τι ἄλλως ἔχον, Γαλην. 3. 187, Λουκ. Ἀλεξ. 61.

French (Bailly abrégé)

réfuter complètement.
Étymologie: διά, ἐξελέγχω.

Spanish (DGE)

1 refutar, rebatir ἡ γραφὴ ... τὰ μὲν διεξελέγχουσα Luc.Alex.61, ὑμᾶς Plu.2.922e, τὰς μοχθηρὰς αἱρέσεις Gal.6.80.
2 poner de manifiesto en discusiones, c. ac. y part. pred. αὕτη ... ἡ ῥῆσις ἀμφοτέρους διεξελέγχει μὴ γιγνώσκοντας τὴν Ἀριστοτέλους δόξαν Gal.4.518, en v. pas. ὅταν ἀμαθέστεροι διεξελέγχωνται cuando se ponga al descubierto su ignorancia Them.Or.21.259b.

Greek Monolingual

διεξελέγχω (Α) εξελέγχω
ελέγχω εντελώς, μετά από έλεγχο αποδεικνύω την πλάνη ή την άγνοια κάποιου.

Greek Monotonic

διεξελέγχω: μέλ. -ξω, ανασκευάζω ολοκληρωτικά, αναιρώ, σε Λουκ.