δρυογόνος: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
(9) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δρυογόνος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «ὄρη δρυογόνα» — όρη σκεπασμένα με βαλανιδιές. | |mltxt=[[δρυογόνος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «ὄρη δρυογόνα» — όρη σκεπασμένα με βαλανιδιές. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δρυογόνος:''' поросший дубравами, лесистый (ὄρη Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (γενέσθαι)
A oak-grown, ὄρη Ar.Th.114.
German (Pape)
[Seite 669] Eichen hervorbringend; ὄρη, Ar. Thesmoph. 114.
Greek (Liddell-Scott)
δρυογόνος: -ον, ὁ παράγων δρῦς, κεκαλυμμένος μὲ δρῦς, ὄρη Ἀριστοφ. Θεσμ. 114.
Spanish (DGE)
-ον que produce robles o encinas ὄρη Ar.Th.114.
Greek Monolingual
δρυογόνος, -ον (Α)
φρ. «ὄρη δρυογόνα» — όρη σκεπασμένα με βαλανιδιές.
Russian (Dvoretsky)
δρυογόνος: поросший дубравами, лесистый (ὄρη Arph.).