Δύσπαρις: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[Δύσπαρις]] (-ιδος), ο (Α)<br />ο Πάρις που προκάλεσε συμφορές. | |mltxt=[[Δύσπαρις]] (-ιδος), ο (Α)<br />ο Πάρις που προκάλεσε συμφορές. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Δύσπαρις:''' -ιδος, ὁ, ο Πάρης που προκαλεί [[δυστυχία]], που προξενεί συμφορές, [[δεινά]], σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. [[Δυσελένα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ιδος, ὁ,
A unhappy Paris, Paris of ill omen, Il.3.39, 13.769, Luc.DMort.19.1.
German (Pape)
[Seite 686] ιδος, Unglücks-Paris, Homer zweimal, Iliad. 3, 39. 13, 769 Δύσπαρι, εἶδος ἄριστε, γυναιμανές, ἠπεροπευτά, Apoll. Lex. Hom. p. 60, 31 Δύσπαρι· δυσώνυμε, κακῶς παρωνομασμένε. Vgl. Κακοΐλιος und Ἄιρος. – Alcman bei Scholl. Iliad. 3, 39 u. bei Eustath. p. 379, 38 (Bergk P. L. G. ed. 2 p. 642 frgm. 31) Δύσπαρις, αἰνόπαρις, κακὸν Ἑλλάδι βωτιανείρῃ. – Luc. Mort. D. 19.
Greek (Liddell-Scott)
Δύσπαρις: -ιδος, ὁ, Κακόπαρις, κακῶν πρόξενος, Ἰλ. Γ. 39. Ν. 769· πρβλ. Αἰνόπαρις, Δυσελένη.
French (Bailly abrégé)
ιδος
voc. ι;
malheureux ou funeste Pâris.
Étymologie: δυσ-, Πάρις.
Spanish (DGE)
(Δύσπᾰρις) ὁ
• Morfología: [voc. -ι Il.3.39, 13.769, Luc.DMort.27.1; ac. -ιν Aristid.Or.3.463]
Paris maldito, funesto Paris apelativo del héroe troyano Δύσπαρι ... γυναιμανές Il.ll.cc., Δ. Αἰνόπαρις κακὸν Ἑλλάδι βωτιανείρᾳ Alcm.77, cf. Luc.l.c., Aristid.Or.3.463.
Greek Monolingual
Δύσπαρις (-ιδος), ο (Α)
ο Πάρις που προκάλεσε συμφορές.
Greek Monotonic
Δύσπαρις: -ιδος, ὁ, ο Πάρης που προκαλεί δυστυχία, που προξενεί συμφορές, δεινά, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. Δυσελένα.