Δυσελένα
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
English (LSJ)
ἡ, ill-starred Helen, E.Or.1388 (lyr.); cf. Δύσπαρις.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
dor.
funeste Hélène.
Étymologie: δυσ-, Ἑλένη.
German (Pape)
ἡ, Unglücks-Helena, Eur. Or. 1389, I.A. 1316.
Russian (Dvoretsky)
Δυσελένᾱ: ἡ злополучная Елена Eur.
Greek (Liddell-Scott)
Δυσελένα: ἡ, ἡ συμφορῶν πρόξενος Ἑλένη, Εὐρ. Ὀρ. 1388· πρβλ. Δύσπαρις.
Greek Monolingual
Δυσελένα, η (Α)
η Ελένη που προκάλεσε δυστυχία («Λήδας σκύμνου δυσελένας», Ευρ.).
Greek Monotonic
Δυσελένα: ἡ, Ελένη που προκάλεσε συμφορές, σε Ευρ.
Middle Liddell
Δυσ-ελένα, ἡ,
ill-starred Helen, Eur.