ἐγκρυφίας: Difference between revisions

From LSJ

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180
(10)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐγκρυφίας]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[ψωμί]] ψημένο στη [[στάχτη]], σταχτόπιττα<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) [[δόλιος]], ύπουλος.
|mltxt=[[ἐγκρυφίας]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[ψωμί]] ψημένο στη [[στάχτη]], σταχτόπιττα<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) [[δόλιος]], ύπουλος.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγκρῠφίας:''' ου ὁ (тж. ἐ. [[ἄρτος]]) испеченный в горячей золе хлеб Luc.
}}
}}

Revision as of 19:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκρῠφίας Medium diacritics: ἐγκρυφίας Low diacritics: εγκρυφίας Capitals: ΕΓΚΡΥΦΙΑΣ
Transliteration A: enkryphías Transliteration B: enkryphias Transliteration C: egkryfias Beta Code: e)gkrufi/as

English (LSJ)

ἄρτος loaf

   A baked in the ashes, Hp.Vict.2.42, Nicostr.Com.14, Luc.DMort.20.4, Ath.3.110b.

German (Pape)

[Seite 710] ὁ, unter heißer Asche gebackenes Brot; Hippocr.; Luc. D. Mort. 20, 4 Lexiph. 3; vgl. Ath. III, 110 a. Bei Poll. 4, 47 = versteckt, hinterlistig.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκρῠφίας: ἄρτος, ὁ, ἄρτος ὀπτώμενος ἐν σποδῷ, ἐπ’ ἀνθράκων, «σταχτόπητα», Ἱππ. 356. 14, Νικόστρ. ἐν «Ἱεροφάντῃ» 1, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 20. 4, κτλ.· πρβλ. σποδίτης.

French (Bailly abrégé)

ἄρτος (ὁ) :
pain cuit sous la cendre.
Étymologie: ἐγκρύπτω.

Spanish (DGE)

(ἐγκρῠφίας) -ου

• Morfología: [poét. ac. -ίην Archestr.SHell.135.15]
cocido entre las cenizas, ἄρτος Hp.Acut.(Sp.) 53, Luc.DMort.6.4
más frec. subst. ὁ ἐ. (sc. ἄρτος) pan cocido entre las cenizas, pan subcinericio Hp.Vict.2.42, 3.79, Nicostr.Com.12, Dieuch.13.10, Archestr.l.c., Luc.Lex.3, Gal.6.489, ἔπεψαν ... ἐγκρυφίας ἀζύμους LXX Ex.12.39, ἐ. κρίθινος LXX Ez.4.12, cf. 3Re.17.13, Ath.110b, Gr.Nyss.Bas.122.14, Hsch.

Greek Monolingual

ἐγκρυφίας, ο (Α)
1. ψωμί ψημένο στη στάχτη, σταχτόπιττα
2. (για ανθρώπους) δόλιος, ύπουλος.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκρῠφίας: ου ὁ (тж. ἐ. ἄρτος) испеченный в горячей золе хлеб Luc.