εἰκοσάμηνος: Difference between revisions
From LSJ
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[εἰκοσάμηνος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ηλικία]] [[είκοσι]] μηνών<br /><b>2.</b> αυτός που διαρκεί [[είκοσι]] μήνες<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εικοσάμηνο</i><br />[[διάστημα]] [[είκοσι]] μηνών. | |mltxt=-η, -ο (AM [[εἰκοσάμηνος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ηλικία]] [[είκοσι]] μηνών<br /><b>2.</b> αυτός που διαρκεί [[είκοσι]] μήνες<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εικοσάμηνο</i><br />[[διάστημα]] [[είκοσι]] μηνών. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εἰκοσάμηνος:''' -ον ([[μήν]]), αυτός που έχει [[ηλικία]] [[είκοσι]] μηνών, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A twenty months old, AP7.662 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 727] von zwanzig Monaten, Leon. Al. 41 (VII, 662).
Greek (Liddell-Scott)
εἰκοσάμηνος: -ον, ἔχων εἴκοσι μηνῶν ἡλικίαν, Ἀνθ. ΙΙ. 7. 662.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
(âgé) de vingt mois.
Étymologie: εἴκοσι, μήν².
Spanish (DGE)
-ον
de veinte meses de edad ὁ εἰ. ἀδελφός Theoc.Ep.16.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM εἰκοσάμηνος, -ον)
1. αυτός που έχει ηλικία είκοσι μηνών
2. αυτός που διαρκεί είκοσι μήνες
3. το ουδ. ως ουσ. το εικοσάμηνο
διάστημα είκοσι μηνών.
Greek Monotonic
εἰκοσάμηνος: -ον (μήν), αυτός που έχει ηλικία είκοσι μηνών, σε Ανθ.