ἐγχέσπαλος: Difference between revisions
From LSJ
οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐγχέσπαλος]], ο (Α)<br />αυτός που πάλλει το [[έγχος]], ο [[μαχητής]]. | |mltxt=[[ἐγχέσπαλος]], ο (Α)<br />αυτός που πάλλει το [[έγχος]], ο [[μαχητής]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐγχέσπᾰλος:''' -ον ([[πάλλω]]), αυτός που χειρίζεται, πάλλει το [[δόρυ]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:28, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, (πάλλω)
A wielding the spear, Il.2.131, B.5.69, etc.
German (Pape)
[Seite 713] lanzenschwingend, Il. 2, 131 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγχέσπᾰλος: (πάλλω) ὁ πάλλων τὸ ἔγχος, μαχητής, Ἰλ. Β. 131, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui lance la javeline.
Étymologie: ἔγχος, πάλλω.
Spanish (DGE)
(ἐγχέσπᾰλος) -ον
• Alolema(s): ἐγχεσίπ- Hsch.
• Prosodia: [-ῐ-]
que blande la lanza ἄνδρες Il.2.131, Πουλυδάμας Il.14.449, Ἄρης Il.15.605, Orac.Sib.12.100, B.5.69, Simm.14, Q.S.6.39, Nonn.D.35.331.
Greek Monolingual
ἐγχέσπαλος, ο (Α)
αυτός που πάλλει το έγχος, ο μαχητής.
Greek Monotonic
ἐγχέσπᾰλος: -ον (πάλλω), αυτός που χειρίζεται, πάλλει το δόρυ, σε Ομήρ. Ιλ.