εκατηβόλος: Difference between revisions
γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
(10) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἑκατηβόλος]], -ον, δωρ. τ. [[ἑκαταβόλος]] (Α)<br />αυτός που βάλλει, που ρίχνει από [[μακριά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] σύνθετη και εμφανίζει ως β' συνθετικό -<i>βολος</i> <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]. Ήδη από την [[αρχαιότητα]] συσχετίστηκε ο τ. [[εκατηβόλος]] με το [[εκηβόλος]] και ερμηνευόταν «αυτός που ρίχνει από [[μακριά]]». Δυσκολίες παρέχει η [[ερμηνεία]] του α' συνθετικού, για τον οποίο έχουν διατυπωθεί οι [[εξής]] υποθέσεις: α) <span style="color: red;"><</span> <i>εκατόν</i>, [[οπότε]] ο τ. θα είχε τη [[μορφή]] <i>εκατόμ</i>-<i>βολος</i> και η [[σημασία]] του θα ήταν «αυτός που ρίχνει 100 ακόντια» <br />β) <span style="color: red;"><</span> [[εκηβόλος]] με</i> παρετυμολογική [[επίδραση]] του <i>εκατόν</i> και γ) από συμφυρμό τών [[εκηβόλος]] και <i>Έκατος</i> ([[προσωνυμία]] του Απόλλωνος). Το ίδιο α' συνθετικό εμφανίζεται και στο σπάνιο σύνθετο [[επίθετο]] του Απόλλωνος <i>εκατηβελέτης</i>, του οποίου το β' συνθετικό συνδέεται με το ρ. [[βάλλω]]. Η λ. αποτελεί [[προφανώς]] παρεκτεταμένο τ. σε -<i>της</i> του <i>εκατηβελής</i> ( | |mltxt=[[ἑκατηβόλος]], -ον, δωρ. τ. [[ἑκαταβόλος]] (Α)<br />αυτός που βάλλει, που ρίχνει από [[μακριά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] σύνθετη και εμφανίζει ως β' συνθετικό -<i>βολος</i> <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]. Ήδη από την [[αρχαιότητα]] συσχετίστηκε ο τ. [[εκατηβόλος]] με το [[εκηβόλος]] και ερμηνευόταν «αυτός που ρίχνει από [[μακριά]]». Δυσκολίες παρέχει η [[ερμηνεία]] του α' συνθετικού, για τον οποίο έχουν διατυπωθεί οι [[εξής]] υποθέσεις: α) <span style="color: red;"><</span> <i>εκατόν</i>, [[οπότε]] ο τ. θα είχε τη [[μορφή]] <i>εκατόμ</i>-<i>βολος</i> και η [[σημασία]] του θα ήταν «αυτός που ρίχνει 100 ακόντια» <br />β) <span style="color: red;"><</span> [[εκηβόλος]] με</i> παρετυμολογική [[επίδραση]] του <i>εκατόν</i> και γ) από συμφυρμό τών [[εκηβόλος]] και <i>Έκατος</i> ([[προσωνυμία]] του Απόλλωνος). Το ίδιο α' συνθετικό εμφανίζεται και στο σπάνιο σύνθετο [[επίθετο]] του Απόλλωνος <i>εκατηβελέτης</i>, του οποίου το β' συνθετικό συνδέεται με το ρ. [[βάλλω]]. Η λ. αποτελεί [[προφανώς]] παρεκτεταμένο τ. σε -<i>της</i> του <i>εκατηβελής</i> ([[πρβλ]]. [[αιειγενέτης]] <span style="color: red;"><</span> <i>αιειγενης</i>), [[κατά]] το <i>εριβρεμέτης</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:40, 23 August 2021
Greek Monolingual
ἑκατηβόλος, -ον, δωρ. τ. ἑκαταβόλος (Α)
αυτός που βάλλει, που ρίχνει από μακριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη και εμφανίζει ως β' συνθετικό -βολος < βάλλω. Ήδη από την αρχαιότητα συσχετίστηκε ο τ. εκατηβόλος με το εκηβόλος και ερμηνευόταν «αυτός που ρίχνει από μακριά». Δυσκολίες παρέχει η ερμηνεία του α' συνθετικού, για τον οποίο έχουν διατυπωθεί οι εξής υποθέσεις: α) < εκατόν, οπότε ο τ. θα είχε τη μορφή εκατόμ-βολος και η σημασία του θα ήταν «αυτός που ρίχνει 100 ακόντια»
β) < εκηβόλος με παρετυμολογική επίδραση του εκατόν και γ) από συμφυρμό τών εκηβόλος και Έκατος (προσωνυμία του Απόλλωνος). Το ίδιο α' συνθετικό εμφανίζεται και στο σπάνιο σύνθετο επίθετο του Απόλλωνος εκατηβελέτης, του οποίου το β' συνθετικό συνδέεται με το ρ. βάλλω. Η λ. αποτελεί προφανώς παρεκτεταμένο τ. σε -της του εκατηβελής (πρβλ. αιειγενέτης < αιειγενης), κατά το εριβρεμέτης].