ἔκδυμα: Difference between revisions

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἔκδυμα]])<br />ό,τι αφαιρείται ή αποβάλλεται, [[κυρίως]] το [[δέρμα]], το [[πουκάμισο]] του φιδιού<br /><b>μσν.</b><br />[[πτώμα]].
|mltxt=το (AM [[ἔκδυμα]])<br />ό,τι αφαιρείται ή αποβάλλεται, [[κυρίως]] το [[δέρμα]], το [[πουκάμισο]] του φιδιού<br /><b>μσν.</b><br />[[πτώμα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔκδῠμα:''' -ατος, τό, αυτό που αφαιρείται, αποβάλλεται, [[δέρμα]], [[πετσί]], [[τομάρι]] ζώου, [[ένδυμα]], [[ρούχο]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 18:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκδῡμα Medium diacritics: ἔκδυμα Low diacritics: έκδυμα Capitals: ΕΚΔΥΜΑ
Transliteration A: ékdyma Transliteration B: ekdyma Transliteration C: ekdyma Beta Code: e)/kduma

English (LSJ)

f.l. in AP5.198 (Hedyl. ; leg. ἐνδ-).

German (Pape)

[Seite 758] τό, das Ausgezogene, Hedyl. 1 (V, 199).

Greek (Liddell-Scott)

ἔκδυμα: τό, τὸ ἀφαιρούμενον ἢ ἀποβαλλόμενον, Ἀνθ. Π. 5. 199.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
dépouille.
Étymologie: ἐκδύω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Grafía: graf. ἔγδ- PSI 756.47
plu. prenda de vestir que se retira dejando al descubierto los pechos, de un sostén μαλακαὶ, μαστῶν ἐκδύματα, μίτραι AP 5.199.5 (Hedyl.)
plu. despojos glos. a exuuiae de Virgilio PSI l.c., PNess.1.1020, Gloss.2.67
sg. muda, camisa de la piel de la serpiente, Sud.δ 491, στέμφυλον· τὸ ἔ. τῆς σταφυλῆς del hollejo de la uva, Sud.s.u. στέμφυλον.

Greek Monolingual

το (AM ἔκδυμα)
ό,τι αφαιρείται ή αποβάλλεται, κυρίως το δέρμα, το πουκάμισο του φιδιού
μσν.
πτώμα.

Greek Monotonic

ἔκδῠμα: -ατος, τό, αυτό που αφαιρείται, αποβάλλεται, δέρμα, πετσί, τομάρι ζώου, ένδυμα, ρούχο, σε Ανθ.