ἐκνίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(10)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκνίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ξεπλένω]], [[καθαρίζω]] («φόνῳ φόνον μυσαρόν [[ἐκνίψω]]», <b>Ευρ.</b> Ιφ. Ταύρ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[ξεπλένω]] από [[πάνω]] μου<br /><b>3.</b> [[καθαρίζω]], [[εξαγνίζω]]<br /><b>4.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] διαυγές.
|mltxt=[[ἐκνίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ξεπλένω]], [[καθαρίζω]] («φόνῳ φόνον μυσαρόν [[ἐκνίψω]]», <b>Ευρ.</b> Ιφ. Ταύρ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[ξεπλένω]] από [[πάνω]] μου<br /><b>3.</b> [[καθαρίζω]], [[εξαγνίζω]]<br /><b>4.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] διαυγές.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκνίζω:''' μέλ. -[[νίψω]] (προερχόμενο από το -[[νίπτω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ξεπλένω]], [[καθαρίζω]], σε Ευρ. — Μέσ., ξεπλένομαι, Λατ. diluere, [[οὐδέποτε]] ἐκνίψῃ τὰ [[πεπραγμένα]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[καθαίρω]], [[εξαγνίζω]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 22:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκνίζω Medium diacritics: ἐκνίζω Low diacritics: εκνίζω Capitals: ΕΚΝΙΖΩ
Transliteration A: eknízō Transliteration B: eknizō Transliteration C: eknizo Beta Code: e)kni/zw

English (LSJ)

   A wash out, purge away, φόνον φόνῳ E.IT1224; of crimes, Pl.Ep.352c :—Med., wash off from oneself, οὐδέποτε ἐκνίψει τὰ πεπραγμένα σαυτῷ D.18.140 ; τὰ ἔθη γυναικῶν Ph.1.365 ; ἄγος φόνου Paus. 3.17.7 ; τὸ θνητόν Plu.2.499c.    b ἐκνενιμμένοι τόποι washed away, POxy.1469.6 (iii A.D.).    II wash clean, purify, ψυχήν AP14.74 : metaph., restore to clarity, τὴν αἴσθησιν Aret. CA2.3 :—Pass., ἐκνενιμμένη, of a cup, Eub.56.5 ; ἐκνιφθεὶς ὁ στόμαχος Philum. ap. Aët.9.3.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκνίζω: μέλλ. -νίψω, ἐκπλύνω, καθαρίζω, Λατ. eluere, diluere, φόνον φόνῳ, Εὐρ. Ἰ. Τ. 1224· ἐπὶ ἐγκλημάτων ἢ κακουργημάτων, Πλάτ. Ἐπιστ. 352C: - Μέσ. ἀποπλύνω ἀπ’ ἑμαυτοῦ, οὐδέποτε ἐκνίψῃ τὰ πεπραγμένα, Λατ. diluere crimina, Δημ. 274. 23· ἄγος φόνου Παυσ. 3. 17, 7· τὸ θνητὸν Πλούτ. 2. 499C. ΙΙ. ἐντελῶς ἐκπλύνω, καθαίρω, ἐξαγνίζω, Ἀνθ. Π. 14. 74: - Παθ., ἐκνενιμμένη, ἐπὶ κύλικος, Εὔβουλος ἐν «Κυβευταῖς» 1. 5.

French (Bailly abrégé)

c. ἐκνίπτω.

Greek Monolingual

ἐκνίζω (Α)
1. ξεπλένω, καθαρίζω («φόνῳ φόνον μυσαρόν ἐκνίψω», Ευρ. Ιφ. Ταύρ.)
2. μέσ. ξεπλένω από πάνω μου
3. καθαρίζω, εξαγνίζω
4. κάνω κάτι διαυγές.

Greek Monotonic

ἐκνίζω: μέλ. -νίψω (προερχόμενο από το -νίπτω
I. ξεπλένω, καθαρίζω, σε Ευρ. — Μέσ., ξεπλένομαι, Λατ. diluere, οὐδέποτε ἐκνίψῃ τὰ πεπραγμένα, σε Δημ.
II. καθαίρω, εξαγνίζω, σε Ανθ.