ἐλάσιος: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
(11)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐλάσιος]], -α, -ον και [[ἐλάσιος]], -ον (Α)<br />αυτός που διώχνει, που αποτρέπει ή θεραπεύει την [[επιληψία]].
|mltxt=[[ἐλάσιος]], -α, -ον και [[ἐλάσιος]], -ον (Α)<br />αυτός που διώχνει, που αποτρέπει ή θεραπεύει την [[επιληψία]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐλάσιος:''' изгоняющий, т. е. излечивающий (τὰς ἐπιληψίας Plut.).
}}
}}

Revision as of 19:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλάσιος Medium diacritics: ἐλάσιος Low diacritics: ελάσιος Capitals: ΕΛΑΣΙΟΣ
Transliteration A: elásios Transliteration B: elasios Transliteration C: elasios Beta Code: e)la/sios

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον,

   A driving away epilepsy, Plu.2.296f.

German (Pape)

[Seite 789] ον, vertreibend, bes. die fallende Sucht vertreibend, Plut. Qu. gr. 23.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλάσιος: -α, -ον, ὁ ἀποτρέπων τὴν ἐπιληψίαν, τοὺς τὰς ἐπιληψίας ἀποτρέπειν δοκοῦντας ἐλασίους ὀνομάζουσι Πλούτ. 2. 296F.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
litt. qui expulse (la maladie) : οἱ Ἐλάσιοι les Guérisseurs, famille d’Argos qui guérissait de l’épilepsie.
Étymologie: ἐλάω.

Spanish (DGE)

-α, -ον
expulsor, ahuyentador τοὺς ... τὰς ἐπιληψίας ἀποτρέπειν δοκοῦντας ἐλασίους ... ὀνομάζουσι a los que parece que ahuyentan los ataques de epilepsia los llaman expulsores Plu.2.296f.

Greek Monolingual

ἐλάσιος, -α, -ον και ἐλάσιος, -ον (Α)
αυτός που διώχνει, που αποτρέπει ή θεραπεύει την επιληψία.

Russian (Dvoretsky)

ἐλάσιος: изгоняющий, т. е. излечивающий (τὰς ἐπιληψίας Plut.).