ἐμπάλαγμα: Difference between revisions
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
(11) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἐμπἀλαγμα, το (Α)<br /><b>1.</b> [[εμπλοκή]]<br /><b>2.</b> [[αγκάλιασμα]]. | |mltxt=ἐμπἀλαγμα, το (Α)<br /><b>1.</b> [[εμπλοκή]]<br /><b>2.</b> [[αγκάλιασμα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐμπάλαγμα:''' ατος τό объятие, pl. любовная связь Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 31 December 2018
English (LSJ)
[πᾰ], ατος, τό,= ἐμπλοκή,
A embrace, A.Supp.296 (pl., cf. Sch.ad loc., Hsch., παλλαγμάτων codd.).
German (Pape)
[Seite 810] τό, = ἐμπλοκή, Hesych. ex conj.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπάλαγμα: τό, = ἐμπλοκή, ἐναγκαλισμός, Ἡσύχ., ὁπόθεν (καθὼς καὶ ἐκ τοῦ Σχολ.) ὁ Ἕρμανος ἀποκατέστησε τὴν γραφὴν τἀμπαλάγματα ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 296.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
embarrassement.
Étymologie: ἐμπαλάσσω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
abrazo A.Supp.296 (cj.), cf. Hsch.
Greek Monolingual
ἐμπἀλαγμα, το (Α)
1. εμπλοκή
2. αγκάλιασμα.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπάλαγμα: ατος τό объятие, pl. любовная связь Aesch.