ελεύθω: Difference between revisions
κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει → my heart is leaping forth from my bosom, be panic-stricken, my heart is beating outside my chest
(11) |
|||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐλεύθω]] (Α)<br />[[έρχομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τού ενεστ. [[ελεύθω]] χρησιμοποιείται [[κυρίως]] ο μέλλ. <i>ελεύσομαι</i> ([[εκτός]] της αττικής διαλέκτου, στην οποία απαντά το τ. [[είμι]]), ο αόρ. <i>ήλθον</i>- και επικ. <i>ήλυθον</i> και ο παρακμ. <i>ελήλυθα</i> <b>ιων.-αττ.</b> και επικ. <i>ειλήλουθα</i>. Ως ενεστώτας χρησιμοποιείται προπάντως ο τ. [[έρχομαι]] και [[είμι]]. Ο μελλ. <i>ελεύσομαι</i> και ο παρακμ. <i>ελήλυθα</i> σχηματίζονται από θ. <i>ελευθ</i>- / <i>ελυθ</i>-, του οποίου το τελικό δασύ οδοντικό -<i>θ</i>- δεν απαντά [[σταθερά]]<br / | |mltxt=[[ἐλεύθω]] (Α)<br />[[έρχομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τού ενεστ. [[ελεύθω]] χρησιμοποιείται [[κυρίως]] ο μέλλ. <i>ελεύσομαι</i> ([[εκτός]] της αττικής διαλέκτου, στην οποία απαντά το τ. [[είμι]]), ο αόρ. <i>ήλθον</i>- και επικ. <i>ήλυθον</i> και ο παρακμ. <i>ελήλυθα</i> <b>ιων.-αττ.</b> και επικ. <i>ειλήλουθα</i>. Ως ενεστώτας χρησιμοποιείται προπάντως ο τ. [[έρχομαι]] και [[είμι]]. Ο μελλ. <i>ελεύσομαι</i> και ο παρακμ. <i>ελήλυθα</i> σχηματίζονται από θ. <i>ελευθ</i>- / <i>ελυθ</i>-, του οποίου το τελικό δασύ οδοντικό -<i>θ</i>- δεν απαντά [[σταθερά]]<br />[[πρβλ]]. <i>ήλυ</i>-<i>σις</i>, <i>ελήλυ</i>-<i>μεν</i>, (<i>προσ</i>)-<i>ήλυτος</i>, <i>νέ</i>-<i>ηλυς</i> κ.λπ. Πρόκειται ίσως για αναλογικούς σχηματισμούς [[κατά]] το <i>ελεύ</i>[[θ]]<i>σομαι</i>, [[αλλά]] [[είναι]] πιθ. [[επίσης]] το -<i>θ</i>- να αποτελεί μορφολογικό [[στοιχείο]] με εκφραστική [[αξία]], μέσω του οποίου δηλώνεται η [[ολοκλήρωση]] μιας πράξεως. Η [[συνήθης]] [[σύνδεση]] με αρχ. ιρλ. αόρ. <i>lod</i>, <i>luid</i> και αρχ. ινδ. <i>ro</i>(<i>d</i>)<i>hati</i> οδηγεί στην [[υπόθεση]] υπάρξεως αρχικού προθηματικού –<i>ελ</i>- στον ελλ. τ. Υποστηρίχτηκε ότι υπάρχει αρχική [[ρίζα]] <i>el</i>-<i>eu</i>, <i>el</i>-<i>u</i>, [[συχνά]] παρεκτεταμένη με <i>dh</i>. Σχετικά με τους τ. του αορ. <i>ήλυθον</i> και <i>ήλθον</i>, [[επειδή]] ο [[πρώτος]] απαντά στην επική και λυρική [[ποίηση]] και ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>el</i>- ([[πρβλ]]. [[ελαύνω]]), θεωρείται [[αρχικός]]. Ο δε τ. <i>ήλθον</i> ερμηνεύτηκε [[είτε]] ως [[συμφυρμός]] τών <i>ήλυθον</i> και δωρ. <i>ήνθον</i> [[είτε]] τών <i>ήλυθον</i> και <i>ήρθον</i> (του [[έρχομαι]]) [[είτε]] ως συγκεκομμένος τ. του <i>ήλυθον</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:45, 23 August 2021
German (Pape)
[Seite 796] Stamm zu ἐλεύσομαι, ἤλυθον, s. ἔρχομαι).
Greek Monolingual
ἐλεύθω (Α)
έρχομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τού ενεστ. ελεύθω χρησιμοποιείται κυρίως ο μέλλ. ελεύσομαι (εκτός της αττικής διαλέκτου, στην οποία απαντά το τ. είμι), ο αόρ. ήλθον- και επικ. ήλυθον και ο παρακμ. ελήλυθα ιων.-αττ. και επικ. ειλήλουθα. Ως ενεστώτας χρησιμοποιείται προπάντως ο τ. έρχομαι και είμι. Ο μελλ. ελεύσομαι και ο παρακμ. ελήλυθα σχηματίζονται από θ. ελευθ- / ελυθ-, του οποίου το τελικό δασύ οδοντικό -θ- δεν απαντά σταθερά
πρβλ. ήλυ-σις, ελήλυ-μεν, (προσ)-ήλυτος, νέ-ηλυς κ.λπ. Πρόκειται ίσως για αναλογικούς σχηματισμούς κατά το ελεύθσομαι, αλλά είναι πιθ. επίσης το -θ- να αποτελεί μορφολογικό στοιχείο με εκφραστική αξία, μέσω του οποίου δηλώνεται η ολοκλήρωση μιας πράξεως. Η συνήθης σύνδεση με αρχ. ιρλ. αόρ. lod, luid και αρχ. ινδ. ro(d)hati οδηγεί στην υπόθεση υπάρξεως αρχικού προθηματικού –ελ- στον ελλ. τ. Υποστηρίχτηκε ότι υπάρχει αρχική ρίζα el-eu, el-u, συχνά παρεκτεταμένη με dh. Σχετικά με τους τ. του αορ. ήλυθον και ήλθον, επειδή ο πρώτος απαντά στην επική και λυρική ποίηση και ανάγεται σε ΙΕ ρίζα el- (πρβλ. ελαύνω), θεωρείται αρχικός. Ο δε τ. ήλθον ερμηνεύτηκε είτε ως συμφυρμός τών ήλυθον και δωρ. ήνθον είτε τών ήλυθον και ήρθον (του έρχομαι) είτε ως συγκεκομμένος τ. του ήλυθον].