ἐμμονή: Difference between revisions
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἐμμονή]])<br />[[επιμονή]], [[σταθερότητα]] σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[παραμονή]], [[συνέχιση]], [[διατήρηση]]. | |mltxt=η (AM [[ἐμμονή]])<br />[[επιμονή]], [[σταθερότητα]] σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[παραμονή]], [[συνέχιση]], [[διατήρηση]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐμμονή:''' ἡ ([[ἐμμένω]]), [[επιμονή]], [[σταθερότητα]], <i>τινος</i>, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A continuance, opp. ἀπαλλαγή, τοῦ κακοῦ Pl.Grg. 479d.
German (Pape)
[Seite 809] ἡ, das Darinbleiben, Ausdauern, κακοῦ, im Uebel, Plat. Gorg. 479 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμμονή: ἡ, τὸ ἐμμένειν εἴς τι, ἐμμονὴ τοῦ κακοῦ Πλάτ. Γοργ. 479D.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
persévérance dans, insistance à, gén..
Étymologie: ἐμμένω.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
continuación, persistencia τοῦ κακοῦ Pl.Grg.479d, cf. Iambl.Myst.3.13.
Greek Monolingual
η (AM ἐμμονή)
επιμονή, σταθερότητα σε κάτι
αρχ.
παραμονή, συνέχιση, διατήρηση.
Greek Monotonic
ἐμμονή: ἡ (ἐμμένω), επιμονή, σταθερότητα, τινος, σε Πλάτ.