ἐνδίφριος: Difference between revisions
Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐνδίφριος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> καθισμένος στο ίδιο [[τραπέζι]] με κάποιον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐνδίφριος]] αὐτῷ [[ἱκέτης]]» — [[ικέτης]] πλάι στον δίφρο του. | |mltxt=[[ἐνδίφριος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> καθισμένος στο ίδιο [[τραπέζι]] με κάποιον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐνδίφριος]] αὐτῷ [[ἱκέτης]]» — [[ικέτης]] πλάι στον δίφρο του. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐνδίφριος:''' -ον ([[δίφρος]]), αυτός που κάθεται στο ίδιο [[τραπέζι]] με κάποιον [[άλλο]], [[ομοτράπεζος]], συνδαιτημόνας, με δοτ., σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, (δίφρος)
A sitting on the same seat, ἐκαθεζόμην ἐνδίφριος αὐτῷ X.An.7.2.33, cf. 38.
German (Pape)
[Seite 834] ὁ, der neben Einem am Tische sitzt, Tischgenoß, Xen. An. 7, 2, 33.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδίφριος: -ον, (δίφρος) ἐκαθεζόμην ἐνδίφριος αὐτῷ ἱκέτης, παρὰ τὸν δίφρου αὐτοῦ ἱκέτης, Ξεν. Ἀν. 7. 2, 33· ὁμοτράπεζος, αὐτόθι 38.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
placé sur un siège ou à table près de qqn, compagnon de table, convive.
Étymologie: ἐν, δίφρος.
Spanish (DGE)
-ον
que comparte asiento, compañero de mesa, comensal ἐκαθεζόμην ἐ. X.An.7.2.33, ἀδελφούς γε ποιήσομαι καὶ ἐνδιφρίους X.An.7.2.38.
Greek Monolingual
ἐνδίφριος, -ον (Α)
1. καθισμένος στο ίδιο τραπέζι με κάποιον
2. φρ. «ἐνδίφριος αὐτῷ ἱκέτης» — ικέτης πλάι στον δίφρο του.
Greek Monotonic
ἐνδίφριος: -ον (δίφρος), αυτός που κάθεται στο ίδιο τραπέζι με κάποιον άλλο, ομοτράπεζος, συνδαιτημόνας, με δοτ., σε Ξεν.