ενέχυρο: Difference between revisions
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
(12) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[ἐνέχυρον]])<br />[[αντικείμενο]] αξίας μεγαλύτερης από το [[δάνειο]], που δίνει ο δανειζόμενος στον δανειστή για [[εξασφάλιση]] του δανείου, κν. [[αμανάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> εμπράγματο [[δικαίωμα]] που αποκτάται από τον δανειστή για να εξασφαλίσει την απαίτησή του [[πάνω]] σε κινητό [[αντικείμενο]] που [[είναι]] δυνατό να πουληθεί και το οποίο ο δανειζόμενος παραδίδει στην [[κατοχή]] του δανειστή του<br /><b>μσν.</b><br />[[εγγύηση]] («ἐνέχυρα βίου, [[τουτέστι]] | |mltxt=το (AM [[ἐνέχυρον]])<br />[[αντικείμενο]] αξίας μεγαλύτερης από το [[δάνειο]], που δίνει ο δανειζόμενος στον δανειστή για [[εξασφάλιση]] του δανείου, κν. [[αμανάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> εμπράγματο [[δικαίωμα]] που αποκτάται από τον δανειστή για να εξασφαλίσει την απαίτησή του [[πάνω]] σε κινητό [[αντικείμενο]] που [[είναι]] δυνατό να πουληθεί και το οποίο ο δανειζόμενος παραδίδει στην [[κατοχή]] του δανειστή του<br /><b>μσν.</b><br />[[εγγύηση]] («ἐνέχυρα βίου, [[τουτέστι]] παῖδας», Αρμεν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτό που κατακρατείται για οποιαδήποτε [[δέσμευση]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> (για [[γυναικόπαιδα]]) όμηροι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> φρ. <i>ἐν ἐχύρῳ</i> (<b>βλ.</b> [[εχυρός]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:28, 6 February 2024
Greek Monolingual
το (AM ἐνέχυρον)
αντικείμενο αξίας μεγαλύτερης από το δάνειο, που δίνει ο δανειζόμενος στον δανειστή για εξασφάλιση του δανείου, κν. αμανάτι
νεοελλ.
(νομ.) εμπράγματο δικαίωμα που αποκτάται από τον δανειστή για να εξασφαλίσει την απαίτησή του πάνω σε κινητό αντικείμενο που είναι δυνατό να πουληθεί και το οποίο ο δανειζόμενος παραδίδει στην κατοχή του δανειστή του
μσν.
εγγύηση («ἐνέχυρα βίου, τουτέστι παῖδας», Αρμεν.)
αρχ.
1. αυτό που κατακρατείται για οποιαδήποτε δέσμευση
2. στον πληθ. (για γυναικόπαιδα) όμηροι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. ἐν ἐχύρῳ (βλ. εχυρός)].