ἐνθρώσκω: Difference between revisions
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
(12) |
(4) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐνθρῴσκω]] (Α) [[θρῴσκω]]<br />[[πηδώ]] [[μέσα]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[εισορμώ]], [[εισπηδώ]] («Ἀχιλλεὺς μὲν δουρικλυτὸς ἔνθορε μέσσῳ κρημνοῡ ἀπαΐξας», <b>Ομ. Ιλ.</b>). | |mltxt=[[ἐνθρῴσκω]] (Α) [[θρῴσκω]]<br />[[πηδώ]] [[μέσα]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[εισορμώ]], [[εισπηδώ]] («Ἀχιλλεὺς μὲν δουρικλυτὸς ἔνθορε μέσσῳ κρημνοῡ ἀπαΐξας», <b>Ομ. Ιλ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐνθρώσκω:''' μέλ. -[[θοροῦμαι]], αόρ. βʹ <i>ἐνέθορον</i>, Επικ. [[ἔνθορον]]· [[πηδώ]] μέσα, [[επάνω]] ή [[ανάμεσα]], τινάζομαι, [[αναπηδώ]], με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· <i>λὰξ ἔνθορεν ἰσχίῳ</i>, πηδώντας τον κλώτσησε στο [[ισχίο]] με τα πόδια του, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 30 December 2018
German (Pape)
[Seite 843] (s. θρώσκω), hinein-, hinaufspringen, τάφῳ Eur. El. 327; öfter im aor. II. ἐνέθορον, μέσῳ πόντῳ Il. 21, 233. 24, 79; ὁμίλῳ 15, 623; βουσί 5, 161, in tmesi, er sprang auf sie los; λὰξ ἔνθορεν ἰσχίῳ, er sprang mit der Ferse gegen des Andern Hüfte, Od. 17, 233; πῦρ Pind. P. 3, 37; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 120; auch Synes. u. Apolldr. 3, 2, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθρώσκω: μέλλ. -θοροῦμαι: ἀόρ. ἐνέθορον καὶ Ἐπικ. ἔνθορον, πηδῶ ἐντός, εἰς τὸ μέσον ἢ ἐπὶ τινος, μετὰ δοτ., ἔνθορε μέσῳ ποταμῷ Ἰλ. Φ. 233· ἔνθορ’ ὁμίλῳ Ο. 623, ἐν τμήσει, ὡς δὲ λέων ἐν βουσὶ θορὼν Ε. 161, πρβλ. Υ. 381· ὄρει πῦρ ἐνθορὸν Πίνδ. Π. 3. 67· ἐνθρώσκει τάφῳ Εὐρ. Ἠλ. 327· - λάξ ἔνθορεν ἰσχίῳ, πηδήσας ἐλάκτισεν αὐτὸν εἰς τὸ ἰσχίον, Ὀδ. Ρ. 233.
English (Autenrieth)
aor. ἔνθορε: spring in or upon, w. dat., Il. 15.623, Il. 24.79 ; λὰξ ἔνθορεν ἰσχίῳ, ‘with a kick at his hip,’ Od. 17.233.
Greek Monolingual
ἐνθρῴσκω (Α) θρῴσκω
πηδώ μέσα ή πάνω σε κάτι, εισορμώ, εισπηδώ («Ἀχιλλεὺς μὲν δουρικλυτὸς ἔνθορε μέσσῳ κρημνοῡ ἀπαΐξας», Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
ἐνθρώσκω: μέλ. -θοροῦμαι, αόρ. βʹ ἐνέθορον, Επικ. ἔνθορον· πηδώ μέσα, επάνω ή ανάμεσα, τινάζομαι, αναπηδώ, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· λὰξ ἔνθορεν ἰσχίῳ, πηδώντας τον κλώτσησε στο ισχίο με τα πόδια του, σε Ομήρ. Οδ.