ἐνσχερώ: Difference between revisions
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
(12) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐνσχερώ]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> με [[σειρά]], με [[τάξη]] («λάζοντο δὲ χερσὶν ἐρετμὰ [[ἐνσχερώ]] ἑζόμενοι», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από τη δοτ. <i>εν σχερῴ</i> του επιθ. [[σχερός]]. (Για το β' συνθετικό <b>βλ. λ.</b> [[επισχερώ]])]. | |mltxt=[[ἐνσχερώ]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> με [[σειρά]], με [[τάξη]] («λάζοντο δὲ χερσὶν ἐρετμὰ [[ἐνσχερώ]] ἑζόμενοι», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από τη δοτ. <i>εν σχερῴ</i> του επιθ. [[σχερός]]. (Για το β' συνθετικό <b>βλ. λ.</b> [[επισχερώ]])]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=See also: s. [[ἐπισχερώ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:49, 3 January 2019
English (LSJ)
Adv.
A in a row, A.R.1.912, prob. in Antim.16.5.
German (Pape)
[Seite 853] = ἐπισχερώ, Ap. Rh. 1, 912.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνσχερώ: ἐπίρρ., «ἐφεξῆς, κατὰ τάξιν» (Σχόλ.) Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 912· ἴδε ἐν λ. σχερός.
French (Bailly abrégé)
adv.
p. ἐν σχερῷ, d’une manière continue, de suite.
Étymologie: σχερός.
Par. ἐπισχερώ.
English (Slater)
ἐνσχερώ, coni. Dindorf: ἐν σχερῷ codd.
Spanish (DGE)
adv. en fila βασιλεῦσιν ... ἐ. ἑστηῶσι Antim.21.5, ἐ. ἑζόμενοι A.R.1.912.
• Etimología: De σχερός ‘serie’, ‘fila’, de *segh, raíz de ἔχω.
Greek Monolingual
ἐνσχερώ (Α)
επίρρ. με σειρά, με τάξη («λάζοντο δὲ χερσὶν ἐρετμὰ ἐνσχερώ ἑζόμενοι», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τη δοτ. εν σχερῴ του επιθ. σχερός. (Για το β' συνθετικό βλ. λ. επισχερώ)].
Frisk Etymological English
See also: s. ἐπισχερώ.