ἐνωραΐζομαι: Difference between revisions

From LSJ

σμικρὰ ὀνείρατα λέλειπται → faint and shadowy traces remain, small vestiges remain

Source
(12)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνωραΐζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[θέλω]] να [[φαίνομαι]] [[ωραίος]], κομψεύομαι για [[χάρη]] κάποιου («γυναίοις ἐνωραΐζεται», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπερηφανεύομαι]], [[καμαρώνω]] («τῷ ἰδίῳ κάλλει ἐνωραΐζεται», Γρηγ. Νύσσ.).
|mltxt=[[ἐνωραΐζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[θέλω]] να [[φαίνομαι]] [[ωραίος]], κομψεύομαι για [[χάρη]] κάποιου («γυναίοις ἐνωραΐζεται», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπερηφανεύομαι]], [[καμαρώνω]] («τῷ ἰδίῳ κάλλει ἐνωραΐζεται», Γρηγ. Νύσσ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνωραΐζομαι:''' стараться понравиться, кокетничать (γυναίοις Luc.).
}}
}}

Revision as of 06:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνωραΐζομαι Medium diacritics: ἐνωραΐζομαι Low diacritics: ενωραΐζομαι Capitals: ΕΝΩΡΑΪΖΟΜΑΙ
Transliteration A: enōraḯzomai Transliteration B: enōraizomai Transliteration C: enoraizomai Beta Code: e)nwrai/+zomai

English (LSJ)

   A beautify oneself for the benefit of, τοῖς γυναίοις Luc.Am. 9.    II give oneself airs in, τῷ βασιλείῳ θάκῳ Agath.2.26.

German (Pape)

[Seite 861] Einem schön thun, zu gefallen suchen, τινί, Luc. Amor. 9; Chrysost.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνωραΐζομαι: ἀποθ., θέλω νὰ φαίνωμαι εὔμορφος εἴς τινα, κομψεύομαι, τοῖς γυναίοις ἐνωραϊζόμενον Λουκ. Ἔρωτες 9: ‒- ὑπερηφανεύομαι, «καμαρώνω», τῷ ἰδίῳ κάλλει ἐνωραΐζεται Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. 890Α.

Spanish (DGE)

1 intr., ref. pers. parecer o aparecer bello, sentirse bello ante c. dat. γυναίοις Luc.Am.9
fig. hacerse bello, adquirir prestancia, dignificarse c. dat. τότε τῷ ἰδίῳ κάλλει ἐνωραίζεται del alma, Gr.Nyss.Paup.2.122.29, cf. Hom.in Cant.396.9, οὐκ ἐξὸν τοῖς μάγοις τῷ βασιλείῳ θάκῳ ἐνωραΐζεσθαι no es posible para los magos dignificarse en el trono real Agath.2.26.4.
2 tr. decorar, adornar c. ac. τὸν ὄροφον τοῦ ἰδίου οἰκίου Gr.Nyss.Hom.in Cant.125.13.

Greek Monolingual

ἐνωραΐζομαι (Α)
1. θέλω να φαίνομαι ωραίος, κομψεύομαι για χάρη κάποιου («γυναίοις ἐνωραΐζεται», Λουκιαν.)
2. υπερηφανεύομαι, καμαρώνω («τῷ ἰδίῳ κάλλει ἐνωραΐζεται», Γρηγ. Νύσσ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐνωραΐζομαι: стараться понравиться, кокетничать (γυναίοις Luc.).