ἐξαπάτη: Difference between revisions

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξαπάτη]], η (Α)<br />[[εξαπάτηση]], [[απάτη]], [[ξεγέλασμα]] («μειδήματά τ' ἐξαπάτας τε», <b>Ησίοδ.</b>).
|mltxt=[[ἐξαπάτη]], η (Α)<br />[[εξαπάτηση]], [[απάτη]], [[ξεγέλασμα]] («μειδήματά τ' ἐξαπάτας τε», <b>Ησίοδ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξᾰπάτη:''' ἡ, [[χονδροειδής]] [[απάτη]], [[δόλος]], [[εξαπάτηση]], σε Ησίοδ., Ξεν.
}}
}}

Revision as of 22:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξᾰπάτη Medium diacritics: ἐξαπάτη Low diacritics: εξαπάτη Capitals: ΕΞΑΠΑΤΗ
Transliteration A: exapátē Transliteration B: exapatē Transliteration C: eksapati Beta Code: e)capa/th

English (LSJ)

[πᾰ], ἡ,

   A deceit, Hes.Th.205 (pl.), Thgn.390 (pl.), X.An. 7.1.25, App.BC5.22.

German (Pape)

[Seite 870] ἡ, = simpl., Betrug, Täuschung; Hes. Th. 205 Theogn. 382; von Xen. An. 7, 1, 25 an in Prosa.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξᾰπάτη: ἡ, τὸ ἐξαπατᾶν, ἐξαπάτησις, Ἡσ. Θ. 205, Θέογν. 390, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 25.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
tromperie, ruse.
Étymologie: ἐξαπατάω.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ

• Alolema(s): dór. -ᾱ IG 42.123.26 (Epidauro IV a.C.)

• Prosodia: [-πᾰ-]
engaño, embeleco μειδήματά τ' ἐξαπάτας τε como propio de Afrodita, Hes.Th.205, ψεύδεά τ' ἐξαπάτας τ' Thgn.390, ἢν δὲ ... Λαικεδαιμονίους ... τῆς ἐξαπάτης τιμωρησώμεθα si castigamos a los lacedemonios por su engaño X.An.7.1.25, μετ' ἐξαπάτης App.BC 5.22, οἱ ἐπ' ἐξαπάτῃ ... λόγοι historias para engañar D.45.46, ἐξαπάτης εἵνεκα D.20.98, δηλοῖ τὰν ἐξαπάταν ἅπασαν IG l.c., cf. D.H.8.2, 12.11, πρὸς ἐξαπάτην αὐτῶν ἐτράπη D.C.Epit.8.25.2, τὴν ἑαυτῶν ἐξαπάτην γελᾶν Eun.Hist.37.16.

Greek Monolingual

ἐξαπάτη, η (Α)
εξαπάτηση, απάτη, ξεγέλασμα («μειδήματά τ' ἐξαπάτας τε», Ησίοδ.).

Greek Monotonic

ἐξᾰπάτη: ἡ, χονδροειδής απάτη, δόλος, εξαπάτηση, σε Ησίοδ., Ξεν.