εξαπλώνω: Difference between revisions

From LSJ

νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
(12)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ξαπλώνω]] (AM ἐξαπλῶ, -όω) [[απλώνω]]<br /><b>1.</b> [[απλώνω]], [[τεντώνω]] σ' όλη την [[έκταση]], [[ξετυλίγω]]<br />«οὐρανὸν ὡς δέρριν ἐξήπλωσε», Λουκάς)<br /><b>2.</b> <b>(ειδ.)</b> [[τεντώνω]] τα χέρια («τὰ χέρια της ἐξήπλωσεν στὸν τράχηλον τοῡ νέου»)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> κατακλίνομαι, [[ξαπλώνω]], [[πλαγιάζω]] («εἰς γῆν ἐξαπλωμένος», Διγ. Ακρίτ.)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ξαπλώνω]] [[κάτω]] κάποιον<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> διαδίδομαι, επεκτείνομαι («ο [[χριστιανισμός]] εξαπλώθηκε [[γρήγορα]] σε όλο τον κόσμο»)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[στράτευμα]]) [[παρατάσσω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ερμηνεύω]], [[διευκρινίζω]] («ἐξαπλώνω ἀμφιβόλους λέξεις», Φίλ.)<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> (για δοθιήνα) [[ανοίγω]], [[σχίζω]], [[εγχειρίζω]].
|mltxt=και [[ξαπλώνω]] (AM ἐξαπλῶ, -όω) [[απλώνω]]<br /><b>1.</b> [[απλώνω]], [[τεντώνω]] σ' όλη την [[έκταση]], [[ξετυλίγω]]<br />«οὐρανὸν ὡς δέρριν ἐξήπλωσε», Λουκάς)<br /><b>2.</b> <b>(ειδ.)</b> [[τεντώνω]] τα χέρια («τὰ χέρια της ἐξήπλωσεν στὸν τράχηλον τοῦ νέου»)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> κατακλίνομαι, [[ξαπλώνω]], [[πλαγιάζω]] («εἰς γῆν ἐξαπλωμένος», Διγ. Ακρίτ.)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ξαπλώνω]] [[κάτω]] κάποιον<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> διαδίδομαι, επεκτείνομαι («ο [[χριστιανισμός]] εξαπλώθηκε [[γρήγορα]] σε όλο τον κόσμο»)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[στράτευμα]]) [[παρατάσσω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ερμηνεύω]], [[διευκρινίζω]] («ἐξαπλώνω ἀμφιβόλους λέξεις», Φίλ.)<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> (για δοθιήνα) [[ανοίγω]], [[σχίζω]], [[εγχειρίζω]].
}}
}}

Latest revision as of 12:30, 15 February 2019

Greek Monolingual

και ξαπλώνω (AM ἐξαπλῶ, -όω) απλώνω
1. απλώνω, τεντώνω σ' όλη την έκταση, ξετυλίγω
«οὐρανὸν ὡς δέρριν ἐξήπλωσε», Λουκάς)
2. (ειδ.) τεντώνω τα χέρια («τὰ χέρια της ἐξήπλωσεν στὸν τράχηλον τοῦ νέου»)
3. παθ. κατακλίνομαι, ξαπλώνω, πλαγιάζω («εἰς γῆν ἐξαπλωμένος», Διγ. Ακρίτ.)
μσν.- νεοελλ.
1. ξαπλώνω κάτω κάποιον
2. παθ. διαδίδομαι, επεκτείνομαι («ο χριστιανισμός εξαπλώθηκε γρήγορα σε όλο τον κόσμο»)
μσν.
(για στράτευμα) παρατάσσω
αρχ.
1. ερμηνεύω, διευκρινίζω («ἐξαπλώνω ἀμφιβόλους λέξεις», Φίλ.)
2. ιατρ. (για δοθιήνα) ανοίγω, σχίζω, εγχειρίζω.