ἐξαποτίνω: Difference between revisions

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
(12)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξαποτίνω]] (Α)<br />[[ικανοποιώ]] πλήρως, [[καταπραΰνω]], [[κατευνάζω]] («οὕτω κεν τῆς μητρὸς Ἐρινύας ἐξαποτίνοις», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>απο</i>-[[τίνω]] «[[πληρώνω]], [[δίνω]] [[ικανοποίηση]]»].
|mltxt=[[ἐξαποτίνω]] (Α)<br />[[ικανοποιώ]] πλήρως, [[καταπραΰνω]], [[κατευνάζω]] («οὕτω κεν τῆς μητρὸς Ἐρινύας ἐξαποτίνοις», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>απο</i>-[[τίνω]] «[[πληρώνω]], [[δίνω]] [[ικανοποίηση]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξαποτίνω:''' [ῑ], [[ικανοποιώ]] εντελώς, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 22:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαποτίνω Medium diacritics: ἐξαποτίνω Low diacritics: εξαποτίνω Capitals: ΕΞΑΠΟΤΙΝΩ
Transliteration A: exapotínō Transliteration B: exapotinō Transliteration C: eksapotino Beta Code: e)capoti/nw

English (LSJ)

[ῑ],

   A satisfy in full, Ἐρινύας ἐξαποτίνοις Il.21.412.

German (Pape)

[Seite 871] ganz abbüßen, τῆς μητρὸς ἐρινύας Il. 21, 412.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαποτίνω: ἱκανοποιῶ ἐντελῶς, καταπραΰνω, οὕτω κεν τῆς μητρὸς Ἐρινύας ἐξαποτίνοις Ἰλ. Φ. 412.

French (Bailly abrégé)

donner entière satisfaction à, acc..
Étymologie: ἐξ, ἀποτίνω.

English (Autenrieth)

pay off, satisfy in full, Il. 21.412†.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ῑ-]
1 saldar una deuda, compensar por completo οὕτω κεν τῆς μητρὸς ἐρινύας ἐξαποτίνοις Il.21.412.
2 sufrir un castigo δεσμοῖς ... πεφυλαγμένοι ἐξαποτῖσαι encadenados para sufrir castigo, Orac.Sib.1.102, cf. 180.

Greek Monolingual

ἐξαποτίνω (Α)
ικανοποιώ πλήρως, καταπραΰνω, κατευνάζω («οὕτω κεν τῆς μητρὸς Ἐρινύας ἐξαποτίνοις», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + απο-τίνω «πληρώνω, δίνω ικανοποίηση»].

Greek Monotonic

ἐξαποτίνω: [ῑ], ικανοποιώ εντελώς, σε Ομήρ. Ιλ.