έξειμι: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
(12) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἔξειμι]] (AM) [[είμι]]<br />[[φεύγω]], [[αναχωρώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βγαίνω]], [[βγαίνω]] από το [[σπίτι]] («ἐξιέναι μεγάρων», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εγκαταλείπω]] μια [[υπηρεσία]] («ἐξιὼν ἐκ τῆς ἀρχῆς», Δίων Κ.)<br /><b>3.</b> [[εκστρατεύω]] («συσκευαζώμεθα καί... ἐξίωμεν ὡς τάχιστα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[βαδίζω]], [[πορεύομαι]] («προσείπατ' ἐξιοῡσαν ὑστάτην ὁδόν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> (για υποκριτές θεάτρου) [[παρουσιάζομαι]] [[πρώτος]] στη [[σκηνή]]<br /><b>6.</b> (για χρόνο) [[περνώ]]<br /><b>7.</b> [[παύω]], [[τελειώνω]] («ἐξιούσης τῆς ἀρχῆς», Λυσ.). | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἔξειμι]] (AM) [[είμι]]<br />[[φεύγω]], [[αναχωρώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βγαίνω]], [[βγαίνω]] από το [[σπίτι]] («ἐξιέναι μεγάρων», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εγκαταλείπω]] μια [[υπηρεσία]] («ἐξιὼν ἐκ τῆς ἀρχῆς», Δίων Κ.)<br /><b>3.</b> [[εκστρατεύω]] («συσκευαζώμεθα καί... ἐξίωμεν ὡς τάχιστα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[βαδίζω]], [[πορεύομαι]] («προσείπατ' ἐξιοῡσαν ὑστάτην ὁδόν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> (για υποκριτές θεάτρου) [[παρουσιάζομαι]] [[πρώτος]] στη [[σκηνή]]<br /><b>6.</b> (για χρόνο) [[περνώ]]<br /><b>7.</b> [[παύω]], [[τελειώνω]] («ἐξιούσης τῆς ἀρχῆς», Λυσ.).<br /><b>(II)</b><br />[[ἔξειμι]] (Α)<br />(σε [[χρήση]] μόνο ως απρόσ.) <b>βλ.</b> [[έξεστι]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:51, 8 January 2019
Greek Monolingual
(I)
ἔξειμι (AM) είμι
φεύγω, αναχωρώ
αρχ.
1. βγαίνω, βγαίνω από το σπίτι («ἐξιέναι μεγάρων», Ομ. Οδ.)
2. εγκαταλείπω μια υπηρεσία («ἐξιὼν ἐκ τῆς ἀρχῆς», Δίων Κ.)
3. εκστρατεύω («συσκευαζώμεθα καί... ἐξίωμεν ὡς τάχιστα», Ξεν.)
4. βαδίζω, πορεύομαι («προσείπατ' ἐξιοῡσαν ὑστάτην ὁδόν», Ευρ.)
5. (για υποκριτές θεάτρου) παρουσιάζομαι πρώτος στη σκηνή
6. (για χρόνο) περνώ
7. παύω, τελειώνω («ἐξιούσης τῆς ἀρχῆς», Λυσ.).
(II)
ἔξειμι (Α)
(σε χρήση μόνο ως απρόσ.) βλ. έξεστι.